Για οριστικό τέλος στα σενάρια περί εξόδου της χώρας από τη Συνθήκη Σένγκεν έκανε λόγο ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, αναφερόμενος στη σύνοδο των υπουργών Εσωτερικών της Ε.Ε. Εξαπέλυσε παράλληλα επίθεση στη ΝΔ με αφορμή το προσφυγικό ζήτημα, τονίζοντας πως «εκεί που τίθεται ζήτημα εθνικής ευθύνης, η διαφωνία είναι πολυτέλεια».
Στην ομιλία του στην Ολομέλεια της Βουλής στο πλαίσιο της συζήτησης για τον προϋπολογισμό του 2016, ο πρωθυπουργός σημείωσε πως «με θλίψη και αγανάκτηση παρακολουθώ τις τελευταίες ημέρες την προσπάθεια υπονόμευσης της χώρας. Αυτή τη φορά ανακαλύφθηκε η “σίγουρη αποπομπή μας” από τη Σένγκεν. Είδαμε πρωτοσέλιδα ότι “το Grexit ξαναήρθε”, ότι “μας διώχνουν από την Ευρώπη”. Και βεβαίως κάποιοι τα διακίνησαν, κάποια κέντρα στο εξωτερικό από χώρες που χτίζουν τείχη και φράχτες. Αλλά και κάποιοι τα αναπαρήγαγαν εδώ, δυστυχώς πρώτοι σε αυτή την αίθουσα και πριν καν επικοινωνήσουν με τον έλληνα επίτροπο….».
«Δυστυχώς πρώτοι οι βουλευτές της ΝΔ αναπαρήγαγαν τα πιο ακραία σενάρια ότι η χώρα ορθώς εγκαλείται και ότι βγαίνει από τη Σένγκεν», ανέφερε, για να συμπληρώσει πως την Παρασκευή οι ΥΠ.ΕΣ. της Ε.Ε. διέψευσαν όλα αυτά τα σενάρια και έδωσαν συγχαρητήρια στην Ελλάδα για τη διακίνηση των προσφυγικών ροών.
«Με μεγάλη έκπληξη διαπίστωσα ότι και σε αυτό το θέμα η αξιωματική αντιπολίτευση δεν μπόρεσε να βρει σημείο ταύτισης και εθνική γραμμή σε ένα κρίσιμο εθνικό θέμα; Και όμως και εδώ διαφοροποιηθήκατε», ανέφερε και συμπλήρωσε: «Σε τέτοια ζητήματα εθνικής ευθύνης απαιτείται περισσότερη υπευθυνότητα. Κατανοώ ότι βρίσκεστε σε μια διαδικασία ατέρμονη εσωκομματική. Όμως υπάρχουν και όρια. Να διαφωνούμε εκεί που υπάρχει περιθώριο για τη χώρα να διαφωνούμε. Και πείτε μας επιτέλους που ακριβώς και σε τι διαφωνείτε; Επικροτείται ή δεν επικροτείτε τη στάση που επιδεικνύει το πρόσωπο της αλληλεγγύης στην Ευρώπη;».
«Ο ελληνικός λαός δείχνει την αλληλεγγύη του όταν κάποιοι άλλοι χτίζουν τείχη. Η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη υλοποιείται στην πράξη στα νησιά μας», υπογράμμισε.
Αναφερόμενος στη συνέχεια στον προϋπολογισμό, ο κ. Τσίπρας ανέφερε ότι «τα τελευταία 6 χρόνια υλοποιήθηκε στη χώρα μια πολιτική ακραίας και σκληρά ταξικής δημοσιονομικής προσαρμογής και εσωτερικής υποτίμησης». «Δεν είχαμε να κάνουμε με ένα ατύχημα ή ένα λάθος. Αλλά με ένα άψογα σχεδιασμένο και εκτελεσμένο σχέδιο νεοφιλελεύθερης έμπνευσης», συνέχισε και πρόσθεσε ότι «ήταν ακριβώς αυτό το σχέδιο που η δική μας κυβέρνηση αμφισβήτησε κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης και συνεχίζει σήμερα να αμφισβητεί».
«Δικός μας στόχος ένας βαθύς και ριζικός μετασχηματισμός του οικονομικού παραγωγικού και κοινωνικού μοντέλου της χώρας», δήλωσε από το βήμα της Ολομέλειας ο πρωθυπουργός, επισημαίνοντας παράλληλα: «Γνωρίζουμε καλά ότι αυτοί οι στόχοι προϋποθέτουν την ριζική ανατροπή των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών στην Ελλάδα και την Ευρώπη».
«Χρειάζεται διαρκής προσπάθεια και προσήλωση, κοινωνική κινητοποίηση και βούληση για βαθιές πολιτικές τομές. Η κυβέρνηση αυτή έχει αποδείξει εμπράκτως ότι διαθέτει αυτή τη βούληση. Ο σημερινός προϋπολογισμός αποδεικνύει ότι διαθέτει και την ικανότητα να ηγηθεί της μεγάλης αυτής κοινωνικής προσπάθειας. Κυρίως όμως αποτελεί την προοπτική για τον σταδιακό κοινωνικό μετασχηματισμό που είναι αναγκαίος για την ευημερία των πολλών», τόνισε.
«Άλλοι προφήτευσαν την κατάρρευση και την καταστροφή. Αποδείχτηκαν ψευδοπροφήτες και μάλιστα επανειλημμένα», ανέφερε στη συνέχεια. «Το περήφανο “Όχι” του δημοψηφίσματος δεν οδήγησε εκτός ευρώ τη χώρα αλλά ενίσχυσε τη διαπραγματευτική μας θέση. Οι δεύτερες εκλογές του Σεπτεμβρίου δεν καθήλωσαν την οικονομία και οι πολίτες επαναβεβαίωσαν πανηγυρικά την εντολή του Γενάρη», συμπλήρωσε.
«Η συμφωνία εξασφάλισε μερική αναδιάρθρωση χρέους με επιτόκιο δανεισμού στο 1,3 και κάλυψη των αναγκών μας μέχρι το 2019, αυξήθηκε ο μέσος όρος των ωριμάνσεων των δανείων στα 33 χρόνια και μειώθηκε ο χρόνος εξυπηρέτησής του. Και πλέον το πρόβλημα αντιμετωπίζεται από το 2022 και μετά και από εκεί θα ξεκινήσει η συζήτηση για την αναγκαία απομείωση του χρέους που θα ξεκινήσει με βάση τη Συμφωνία αμέσως μετά την πρώτη αξιολόγηση. Αυτή η νέα προοπτική βιωσιμότητας και προοπτικής του χρέους, σε συνδυασμό με την επιτυχημένη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών καθώς και συνακόλουθες αναβαθμίσεις της χώρας από τους διεθνείς οίκους, θα ανοίξουν και το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την Ελλάδα από το νέο έτος, μειώνοντας έτσι το κόστος εξεύρεσης κεφαλαίων για τις ελληνικές τράπεζες», τόνισε ακόμη ο πρωθυπουργός.
Έτσι, εξήγησε πως δημιουργείται συνεπώς σταδιακά το απαραίτητο κλίμα εμπιστοσύνης για την επιστροφή των καταθέσεων και την αυτοδύναμη πιστωτική επέκταση των τραπεζών προς τις ελληνικές επιχειρήσεις.