Να καλύψει τον χαμένο χρόνο με γρήγορα βήματα στο μέτωπο των σιδηροδρόμων επιχειρεί η κυβέρνηση, κάτι που αναμένεται να αποτυπωθεί και στο Υπουργικό Συμβούλιο της επόμενης Τετάρτης. Και αυτό γιατί ο νέος αναπληρωτής υπουργός Μεταφορών Κωνσταντίνος Κυρανάκης αναμένεται να παρουσιάσει ένα νομοσχέδιο άμεσων παρεμβάσεων στη λειτουργία του σιδηροδρομικού δικτύου, αλλά και στην εταιρική διάρθρωση της Σιδηρόδρομοι Ελλάδος Α.Ε., της νέας εταιρείας που προκύπτει από τη συναίρεση του ΟΣΕ, της ΕΡΓΟΣΕ και της ΓΑΙΑΟΣΕ. Η νέα εταιρεία που θα «πλαισιωθεί» από το μοντέλο που θα παρουσιαστεί στο Υπουργικό Συμβούλιο αναμένεται να ξεκινήσει τη λειτουργία της τον Απρίλιο, ενώ τον ίδιο μήνα αναμένεται να ξεκινήσουν και τα έργα στο δίκτυο μετά και το «πράσινο φως» από το Ελεγκτικό Συνέδριο για τον φάκελο των έργων του «Daniel».
Όπως γράφει το Πρώτο Θέμα, οι άμεσες κυβερνητικές παρεμβάσεις συζητήθηκαν σε σύσκεψη που έγινε το πρωί της Παρασκευής στο Μέγαρο Μαξίμου με τη συμμετοχή του κ. Κυρανάκη, του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Κωστή Χατζηδάκη και του γενικού γραμματέα του πρωθυπουργού Στέλιου Κουντατζή. Με βάση την ίδια γραμμή πληροφόρησης, οι Σιδηρόδρομοι Ελλάδος αναμένεται να λειτουργήσουν πλέον κατά τα πρότυπα της ΔΕΗ μετά το 2019. Το νομοσχέδιο αναμένεται να παρέχει σημαντικούς βαθμούς ευελιξίας στη νέα διοίκηση που θα διοριστεί μετά την κύρωση από τη Βουλή, σε μερικές εβδομάδες. Κρίσιμο στοιχείο θεωρείται η προσέλκυση στελεχών από την αγορά και αυτό απαιτεί ένα ειδικό μισθολογικό καθεστώς για ανώτερα στελέχη, καθώς δεν είναι πολλοί αυτή την περίοδο που θέλουν να «βάλουν το κεφάλι τους στον ντορβά». Ο κ. Κυρανάκης λέγεται ότι είναι σε επαφή με στελέχη της αγοράς, ενώ έχει καταρτίσει και μια short list στελεχών ελληνικής καταγωγής που δραστηριοποιούνται σε ευρωπαϊκές σιδηροδρομικές εταιρείες.
Άμεσες παρεμβάσεις
Σύμφωνα με την εφημερίδα Πρώτο Θέμα, οι πρώτες παρεμβάσεις, όμως, δεν θα αφορούν μόνο την εταιρική δομή, αλλά και την ίδια τη λειτουργία των σιδηροδρόμων, με στόχο την ενίσχυση του αισθήματος ασφαλείας.
Η νέα πολιτική ηγεσία αποδίδει επίσης μεγάλη σημασία στην «ορατότητα» της ασφάλειας, καθώς οι πολίτες δεν είναι υποχρεωμένοι να γνωρίζουν τι συστήματα ασφαλείας υπάρχουν και ποιον ρόλο επιτελούν.