Το ενδεχόμενο προμήθειας της Τουρκίας με τους πανίσχυρους πυραύλους αέρος – αέρος Meteor, σε περίπτωση που αποκτήσει τα 40 μαχητικά αεροσκάφη Eurofighter που επιθυμεί, αποτελεί ζήτημα υψηλής στρατηγικής σημασίας αυτή την περίοδο για το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας της χώρας μας. Παρότι η απόκτηση των συγκεκριμένων πυραύλων από την Άγκυρα παραμένει αβέβαιη, η Αθήνα έχει ήδη δρομολογήσει κινήσεις για να διατηρήσει το ποιοτικό πλεονέκτημα στον αέρα του Αιγαίου.

Μία από τις κύριες διπλωματικές προσπάθειες της ελληνικής πλευράς αφορά την επιρροή στη γαλλική στάση απέναντι στην πιθανή πώληση των Meteor στην Τουρκία. Ωστόσο, σύμφωνα με πληροφορίες, το μήνυμα που μετέφερε ο γάλλος πρόεδρος, Μανουέλ Μακρόν, στον έλληνα πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, στις αρχές της εβδομάδας, ήταν σαφές: Η Γαλλία θα συνεχίσει μεν να στηρίζει στρατιωτικά τη χώρα μας μέσω του συμφώνου αμυντικής συνεργασίας που έχουμε υπογράψει, αλλά τα συμφέροντα που διακυβεύονται είναι μεγάλα και δεν εξαρτώνται αποκλειστικά από τη δική της βούληση. Αυτή η τοποθέτηση αφήνει ελάχιστα περιθώρια αισιοδοξίας για την αποτροπή μιας ενδεχόμενης συμφωνίας, καθώς οι πύραυλοι αυτοί θα μπορούσαν να αγοραστούν από τους Τούρκους με τη μεσολάβηση π.χ. των Βρετανών που μετέχουν στο consortium κατασκευής τους.

Η ελληνική απάντηση: F-35 και AIM-120D Amraam

Καθώς λοιπόν η Αθήνα αναγνωρίζει ότι οι εξ ανατολών γείτονές μας, αργά ή γρήγορα, θα αποκτήσουν προηγμένα οπλικά συστήματα, είτε από τη Δύση είτε μέσω εγχώριας ανάπτυξης, έχει ήδη στραφεί σε μια άλλη στρατηγική διατήρησης ποιοτικού πλεονεκτήματος. Κεντρικό ρόλο σε αυτήν τη στρατηγική διαδραματίζουν τα αμερικανικά μαχητικά F-35 που θα παραλάβουμε από την Ουάσιγκτον και ειδικότερα ο πύραυλος AIM-120D Amraam.

Ο AIM-120D είναι ένας προηγμένος πύραυλος αέρος – αέρος με δυνατότητα βολής πέραν του ορίζοντα (BVR), με βεληνεκές που φτάνει τα 180 χιλιόμετρα (διπλάσια από τους AIM-120C-7), τοποθετώντας τον στην ίδια κατηγορία με τον Meteor. Κινούνται με ενεργή καθοδήγηση ραντάρ εκπομπής – λήψης και για το συγκεκριμένο όπλο οι πιλότοι του ΝΑΤΟ χρησιμοποιούν τον κωδικό «Fox Three».

Αν και πρόκειται για απόλυτα διαβαθμισμένο οπλικό σύστημα οι πληροφορίες που έχουν διαρρεύσει έως τώρα κάνουν λόγο για «no escape zone» των πυραύλων που ξεπερνά τα 30 χιλιόμετρα. Ενημερωτικά, ο όρος «no escape zone» αναφέρεται στη ζώνη εντός της οποίας ένας εναέριος στόχος δεν μπορεί να αποφύγει τον πύραυλο, ανεξάρτητα από τους ελιγμούς διαφυγής που θα επιχειρήσει. Αυτό οφείλεται στην υψηλή ταχύτητα που αναπτύσσει ο πύραυλος αγγίζοντας τα 4 Mach (δηλαδή τέσσερις φορές την ταχύτητα του ήχου), την εξελιγμένη καθοδήγηση και την ικανότητά του να «κλειδώνει» πάνω στον στόχο, ακόμα και μετά την εκτόξευση.

Ο ρόλος των αναβαθμισμένων F-16 σε έκδοση Viper

Ένα ακόμα ισχυρό πλεονέκτημα της Ελλάδας είναι η δυνατότητα των F-16 Viper (των αναβαθμισμένων δηλαδή μαχητικών F-16) να χρησιμοποιούν τον AIM-120D. Με την ολοκλήρωση του προγράμματος αναβάθμισης, η Πολεμική Αεροπορία θα διαθέτει 82 μαχητικά F-16 Viper, 24 γαλλικά Rafale, καθώς και τα πρώτα 20 αμερικανικά F-35, με πιθανή προσθήκη ακόμα έξι Rafale. Η συνδυασμένη χρήση αυτών των τύπων αεροσκαφών με πυραύλους Amraam προσφέρει σύμφωνα με τους επιτελείς του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας ένα ισχυρό αποτρεπτικό πλεονέκτημα έναντι της τουρκικής αεροπορίας.

Η απόκτηση των AIM-120D αναμένεται να γίνει σταδιακά, με στόχο ένα αρχικό απόθεμα 250 πυραύλων και έναν ιδανικό αριθμό 500 μονάδων. Παράλληλα, η ελληνική πλευρά ενδιαφέρεται για προηγμένα βλήματα όπως ο AGM-158 JASSM-ER (πύραυλος Κρουζ μεγάλης εμβέλειας), ο AGM-84 Harpoon (κατά πλοίων) και ο AGM-88E AARGM (κατά ραντάρ), ενισχύοντας ακόμα περισσότερο τις επιθετικές και αμυντικές δυνατότητες της χώρας.

Από την πλευρά της, η Τουρκία, ενώ αναζητά λύσεις μέσω της απόκτησης ευρωπαϊκών συστημάτων, αναπτύσσει και εγχώριες εναλλακτικές. Ο πύραυλος Gokdogan, ο οποίος άρχισε να παραδίδεται το καλοκαίρι του 2024, έχει βεληνεκές άνω των 100 χιλιομέτρων και εμφανισιακά μοιάζει με τον αμερικανικό AIM-120B και C, που χρησιμοποιεί τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία. Στόχος της Άγκυρας είναι να εξελίξει το σύστημα αυτό σε έκδοση με μεγαλύτερη εμβέλεια, αλλά μια τέτοια αναβάθμιση απαιτεί σημαντικό χρόνο και τεχνολογικές εξελίξεις.