Η επερχόμενη συνάντηση του έλληνα πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, και του τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, τον ερχόμενο Ιανουάριο στην Άγκυρα θα αποτελέσει -όπως όλα δείχνουν- μια κρίσιμη καμπή για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις αυτής της περιόδου. Οι δύο ηγέτες θα έχουν την ευκαιρία να συζητήσουν κατ’ ιδίαν στο πλαίσιο της 8ης συνάντησης του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας, με στόχο την αναζήτηση κοινών σημείων, ιδιαίτερα σε θέματα μείζονος γεωπολιτικής σημασίας.

Στο επίκεντρο των συζητήσεων θα βρεθεί η προοπτική της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, μια διαδικασία που θα μπορούσε να δώσει λύση σε κρίσιμα ζητήματα που ταλανίζουν τις σχέσεις των δύο χωρών για δεκαετίες.

Πριν όμως φτάσουμε εκεί, οι δύο πλευρές χαράσσουν έναν προκαταρκτικό οδικό χάρτη, ο οποίος, αν ακολουθηθεί πιστά, θα μπορούσε να ανοίξει την πόρτα για μια πιο σταθερή και μακροχρόνια συνεργασία ή, τουλάχιστον, για τη διατήρηση της νηνεμίας μεταξύ των δύο πλευρών του Αιγαίου.

Αυτά τα βήματα πρόκειται να συζητηθούν εκτενέστερα στην προσεχή συνάντηση του υπουργού Εξωτερικών, Γιώργου Γεραπετρίτη, με τον τούρκο ομόλογό του, Χακάν Φιντάν, η οποία αναμένεται να λάβει χώρα είτε στο τέλος Οκτωβρίου είτε στις αρχές Νοεμβρίου. Από την έκβαση αυτής της συνάντησης θα εξαρτηθεί και το εάν θα υπάρξει ουσιαστική πρόοδος ή αν οι συνομιλίες θα παραμείνουν σε θεωρητικό επίπεδο, με επίκεντρο κυρίως τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης που, μέχρι στιγμής η αλήθεια είναι πως δεν έχουν αποφέρει σημαντικά αποτελέσματα.

Καθορισμός πλαισίου για τις συνομιλίες

Το πρώτο και θεμελιώδες βήμα για τη συνέχιση των συνομιλιών είναι η συμφωνία στο πλαίσιο που θα διέπει τις διαπραγματεύσεις. Σε αυτό το στάδιο, η ελληνική πλευρά παραμένει ξεκάθαρη: η συζήτηση θα επικεντρωθεί αποκλειστικά στο ζήτημα της υφαλοκρηπίδας και στον καθορισμό των θαλάσσιων ζωνών. Αυτά τα θέματα θεωρούνται καίρια για την Ελλάδα, καθώς σχετίζονται άμεσα με την κυριαρχία της. Η Αθήνα επιθυμεί να παραμείνει η συζήτηση σε αυτή την ατζέντα, χωρίς να επεκταθεί σε άλλα ζητήματα, τα οποία η Τουρκία μπορεί να θέσει ως μέρος της δικής της.

Οι προτάσεις που ίσως φέρει η Άγκυρα, όπως η αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών ή ο εναέριος χώρος, αναμένεται να αντιμετωπιστούν με προβληματισμό και προφανώς άρνηση από την Αθήνα. Διπλωματικές πηγές αναφέρουν ότι η Ελλάδα δεν είναι διατεθειμένη να συζητήσει τέτοια θέματα, καθώς τα θεωρεί εκτός του πλαισίου των κυρίως διαφορών που πρέπει να επιλυθούν. Οποιαδήποτε επιμονή της Τουρκίας σε αυτά τα ζητήματα μπορεί να προκαλέσει άμεση διακοπή των συνομιλιών. Έτσι, η πρώτη φάση των διαπραγματεύσεων κρίνεται αποφασιστικής σημασίας για την εξέλιξη των συνομιλιών.

Νομικό πλαίσιο και αρχές διαλόγου

Το δεύτερο βήμα της διαδικασίας σχετίζεται με το νομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα διεξαχθεί ο διάλογος. Η Ελλάδα, με σταθερή προσήλωση στο Διεθνές Δίκαιο, επιθυμεί να διασφαλίσει ότι οι διαπραγματεύσεις θα βασίζονται στις αρχές που διέπουν το διεθνές νομικό σύστημα. Η θέση της Αθήνας είναι ξεκάθαρη: ο διάλογος θα πρέπει να βασιστεί στις αρχές του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, το οποίο είναι το μόνο αναγνωρισμένο και εφαρμόσιμο πλαίσιο για την επίλυση ζητημάτων που αφορούν τις θαλάσσιες ζώνες.

Αντίθετα, η Τουρκία έχει κατά καιρούς εκφράσει διαφορετικές απόψεις και ερμηνείες σχετικά με το πώς πρέπει να διεξαχθούν οι διαπραγματεύσεις, συχνά προβάλλοντας προτάσεις που δεν συνάδουν πλήρως με το Διεθνές Δίκαιο. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, όπως και οι αντίστοιχες στο παρελθόν, έχουν προειδοποιήσει ότι οποιαδήποτε τέτοια προσπάθεια από την πλευρά της Άγκυρας, όπως η εισαγωγή θεμάτων που βασίζονται στο «δίκαιο του ισχυρότερου», θα οδηγήσει σε αποτυχία των συνομιλιών. Η ανάγκη για μια κοινή νομική βάση είναι απαραίτητη για τη συνέχιση του διαλόγου, και αυτό είναι το βασικό σημείο που θα κριθεί στο δεύτερο βήμα της διαδικασίας.

Προοπτική παραπομπής στο Διεθνές Δικαστήριο

Αν τα δύο πρώτα βήματα ολοκληρωθούν με επιτυχία, τότε θα ανοίξει η «πόρτα» για το τρίτο και καθοριστικό βήμα: την παραπομπή του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας και των θαλάσσιων ζωνών σε ένα διεθνές δικαιοδοτικό όργανο, πιθανότατα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η Ελλάδα παραμένει προσηλωμένη στην παραπομπή του ζητήματος αυτού, το οποίο θεωρεί τη μόνη διαφορά που πρέπει να επιλυθεί μεταξύ των δύο χωρών. Η προσφυγή στη Χάγη δεν αποτελεί ωστόσο μια εύκολη διαδικασία, αλλά για την ελληνική κυβέρνηση είναι η μόνη βιώσιμη λύση για μια μακροχρόνια διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών.

Για να φτάσουμε όμως στο σημείο αυτό, θα πρέπει πρώτα να υπάρξει σαφής συμφωνία τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο βήμα. Εάν η Άγκυρα επιμείνει σε θέματα εκτός ατζέντας ή αρνηθεί το Διεθνές Δίκαιο ως βάση για τον διάλογο, οι πιθανότητες παραπομπής στη Χάγη θα μειωθούν σημαντικά.