Η συγκλονιστική κινέζικη, γυρισμένη κρυφά από τις αρχές, ταινία, «Ο λάκκος» του Γουάνγκ Μπινγκ και η ελληνική «Attenberg» της Αθηνάς Ραχήλ-Τσαγγάρη ήταν οι δυο ταινίες του διαγωνιστικού τμήματος της 67ης Μόστρας του κινηματογράφου της Βενετίας, που προβλήθηκαν στο σημερινό πρόγραμμα του φεστιβάλ. Η ταινία του Γουάνγκ Μπινγκ, που προβλήθηκε ως ταινία έκπληξη, καταπιάνεται μ’ ένα θέμα ταμπού για την Κίνα: εκείνο της εξορίας, στην πραγματικότητα, εξόντωσης, των αντιφρονούντων στη δεκαετία του ’50, στη διάρκεια της πολιτιστικής επανάστασης.

Η ταινία παρακολουθεί μια ομάδα κρατούμενων, που ζούσαν σε εφιαλτικού λάκκους στην έρημο του Γκόμπι, υπομένοντας τα διάφορα δεινά: από υπερβολικό κρύο, λιμούς και συνεχή, απάνθρωπη εργασία. Ο Γουάνγκ Μπινγκ αφηγείται, με βάση συνεντεύξεις με επιζήσαντες, το δράμα των ανθρώπων αυτών που αγωνίζονταν με κάθε τρόπο να επιβιώσουν στις φριχτές συνθήκες που τους είχε επιβάλει το καθεστώς. Συνθήκες που τους οδηγούσαν συχνά στον εξευτελισμό. Με σκηνές που σου παγώνουν το αίμα, όπως εκείνες των αμέτρητων, ερασιτεχνικών τάφων, σκορπισμένων στην αχανή έρημο ή εκείνες όπου η πείνα οδηγεί ορισμένους στο να κλέβουν και να τρώνε μέλη από τα σώματα των νεκρών συντρόφων τους, ενώ σε μια σκηνή παρακολουθούμε έναν απ’ αυτούς να τρώει το ξερατό ενός άλλου. Ο σκηνοθέτης, πρώην κάμεραμαν, γύρισε ο ίδιος τις περισσότερες σκηνές, καταφέρνοντας να δημιουργήσει την εφιαλτική, κλειστοφοβική ατμόσφαιρα της ζωής των κρατουμένων.

Με τη σχέση μιας νεαρής κοπέλας, της Μαρίνας, με τον ετοιμοθάνατο πατέρα της καταπιάνεται στη δεύτερη ταινία της, «Atrtenberg», η ελληνίδα σκηνοθέτρια Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη, Παράλληλα μ’ αυτήν, η Τσαγγάρη, που το 2000 είχε κάνει μιαν εντυπωσιακή εμφάνιση στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με την ανεξάρτητη, πειραματική ταινία της, «The Slow Business of Going», παρουσιάζει και την κάπως παράξενη σχέση της ηρωίδας με τη στενή φίλη της, Μπέλα.

Η ταινία προσπαθεί να συνδυάσει δυο κινηματογραφικά είδη: τον παραδοσιακό, αφηγηματικό κινηματογράφο που κυριαρχεί στις σχέσεις πατέρα-κόρης, σκηνές που η Τσαγγάρη στήνει με ειλικρίνεια και τρυφερότητα, και ένα στιλιζαρισμένο, πειραματικό σινεμά, που κυριαρχεί τόσο στους «στημένους», επιτηδευμένους διαλόγους καθώς και στις περισσότερες σκηνές με τις δυο φίλες, ιδιαίτερα τόσο στη σκηνή της αρχής (με τη Μπέλα να προσπαθεί να μάθει στη Μαρίνα πώς να φιλάει με τη γλώσσα της, σκηνή γυρισμένη περισσότερο για να εντυπωσιάσει) όσο και στις σκηνές που βλέπουμε τις δυο τους να περπατάνε, να χορεύουν και να κάνουν διάφορα παράξενα βήματα στους δρόμους, σκηνές που όχι μόνο δεν προσθέτουν τίποτα στην όλη ταινία αλλά και χωλαίνουν το ρυθμό της. Πάντως, πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα, εικαστικά συχνά συναρπαστική, ταινία, που δείχνει πως η Τσαγγάρη έχει ταλέντο φτάνει να μπορέσει να εκφραστεί μ’ ένα πιο προσωπικό στιλ.

Στις εικαστικά συναρπαστικές ταινίες και η κινέζικη ταινία «Ο ντετέκτιβ Ντι και το μυστήριο της Φωτιάς-Φάντασμα» του Τσούι Χαρκ, σκηνοθέτη που θαυμάζει ο πρόεδρος της κριτικής επιτροπής Κουέντιν Ταραντίνο. Ταινία εποχής, γύρω από ένα ντετέκτιβ που αναλαμβάνει να βοηθήσει μια πριγκίπισσα να κερδίσει το θρόνο της, δοσμένη με το γνωστό, χορογραφικό, κινηματογραφικά εντυπωσιακό (ιδιαίτερα στις σκηνές δράσης) στιλ του διάσημου αυτού σκηνοθέτη.