Ο Άρθουρ Τζον Έβανς γεννήθηκε στις 8 Ιουλίου 1851 στο Νας Μιλς, στην περιοχή του Χαρτφορντσάιρ της Βρετανίας. Μοναχογιός της εύπορης οικογενείας Εβανς που διατηρούσε μονάδα παραγωγής χαρτιού, ακολουθούσε από μικρή ηλικία τον αυτοδίδακτο αρχαιολόγο και νομισματολόγο πατέρα του σερ Τζον Εβανς σε εξερευνήσεις προϊστορικών σπηλαίων στην Αγγλία και στη Γαλλία. Ο Αρθουρ Εβανς (τον οποίο συχνά αποκαλούσαν και «μικρό Εβανς») φοίτησε χωρίς εντυπωσιακές επιδόσεις στο φημισμένο οικοτροφείο Χάροου, παρακολούθησε μαθήματα στο κολέγιο Brasenose, το 1874 αποφοίτησε από την Οξφόρδη και στη συνέχεια περιόδευσε τα Βαλκάνια με την ιδιότητα του πολεμικού ανταποκριτή για λογαριασμό της εφημερίδας «The Manchester Guardian». Το 1878 μάλιστα κατηγορήθηκε για κατασκοπεία από τους Αυστριακούς που ήλεγχαν εδαφικά τη Βοσνία και απεπέμφθη από την περιοχή.
Τον ίδιο καιρό γνώρισε και παντρεύτηκε τη Μάργκαρετ Φρίμαν, τη μεγαλύτερη κόρη του αρχαιολόγου Εντουαρντ Φρίμαν. Το μικρόβιο της αρχαιολογίας είχε μπει για τα καλά μέσα του. Μια δεκαετία μετά την αποφοίτησή του από την Οξφόρδη ο Εβανς εξελέγη έφορος αρχαιοτήτων στο Μουσείο Τέχνης και Αρχαιολογίας Ασμόλιαν, το παλαιότερο δημόσιο μουσείο επί βρετανικού εδάφους, μια θέση την οποία διατήρησε ως το 1908, εμπλουτίζοντας τις προθήκες του μουσείου με πολλές νέες συλλογές. Ο Εβανς βρέθηκε στην Κρήτη για πρώτη φορά το 1894, τη χρονιά που έχασε τη σύζυγό του. Εκεί γνώρισε τον αρχαιοδίφη Μίνωα Καλοκαιρινό, ο οποίος ήδη από το 1878 είχε αρχίσει ανασκαφές στην περιοχή της Κνωσού φέρνοντας στο φως δύο από τις αποθήκες του ανακτόρου, αλλά αναγκάστηκε να σταματήσει ύστερα από τις πιέσεις της τουρκικής διοίκησης του νησιού.
Το 1897 ο Εβανς, πεπεισμένος μετά τις ανακαλύψεις του Σλήμαν αλλά και του Καλοκαιρινού, ότι οι ομηρικές αφηγήσεις για την Κνωσό ήταν πέρα για πέρα αληθινές, αγόρασε την εν λόγω έκταση λίγο έξω από το Ηράκλειο και το 1900, σε ηλικία 49 ετών, ξεκίνησε τις ανασκαφές στην ελεύθερη πλέον Κρήτη με τη συνεργασία της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής των Αθηνών. Ηταν ο κατάλληλος άνθρωπος, στο κατάλληλο μέρος, την κατάλληλη στιγμή. Χάρη στη μεγάλη οικογενειακή περιουσία ο Εβανς χρηματοδότησε σχεδόν εξ ολοκλήρου τις εργασίες των ανασκαφών. Σύντομα το επιτελείο των 32 ανδρών αυξήθηκε σε 180 και σε διάστημα λίγων μόλις εβδομάδων τα πρώτα εντυπωσιακά ευρήματα ήρθαν στο φως. Επρόκειτο για μια ολόκληρη πόλη όπου ζούσαν την Εποχή του Χαλκού περισσότεροι από 80.000 κάτοικοι και όπου δέσποζε ένα πολλαπλών επιπέδων παλάτι με μεγάλη αίθουσα θρόνου, υπέροχες νωπογραφίες στους τοίχους, άρτιο υπόγειο αποχετευτικό και αποθηκευτικό σύστημα, σκάλες, αντικείμενα εισαγωγής από την Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία και χιλιάδες πήλινες πινακίδες χαραγμένες σε γραμμική Α’ και γραμμική Β’, τα πρώτα ίχνη γραπτής γλώσσας στην Ευρώπη. Ως το 1903 ολόκληρο το ανάκτορο είχε ανασκαφεί και οι εργασίες συνεχίστηκαν στον περιβάλλοντα χώρο. Ο ίδιος και οι βοηθοί του κρατούσαν αναλυτικό χρονικό των ανασκαφών, το οποίο ανέρχεται σε εκατομμύρια χειρόγραφες σελίδες. Επηρεασμένος από τον μυθικό βασιλιά της Κρήτης Μίνωα, ο Εβανς βάπτισε το πολυτελές ανάκτορο «Παλάτι του Μίνωα» και τον πολιτισμό που ήκμασε εκεί Μινωικό.
Η είδηση έκανε τον γύρο του κόσμου και τον Εβανς διάσημο. Ο ίδιος συνέχισε τις εκεί ανασκαφές για τα επόμενα 30 χρόνια με σύντομη διακοπή στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αντικείμενα από τον χώρο των ανασκαφών εκτέθηκαν το 1903 στο Λονδίνο, ακολούθησε η ανακήρυξή του σε καθηγητή Προϊστορικής Αρχαιολογίας από την Οξφόρδη το 1909, ενώ το 1911 ο βασιλιάς Γεώργιος Ε’ της Αγγλίας τον έχρισε ιππότη. Το 1935 ολοκληρώθηκε το τετράτομο έργο του που περιέγραφε λεπτό προς λεπτό το χρονικό της ανακάλυψης και των ανασκαφών στην Κνωσό με τίτλο The Palace of Minos at Knosos, για να ακολουθήσει, μεταξύ άλλων, η μεταθανάτια έκδοση του βιβλίου του Scripta Minoa το 1952. Παράλληλα οι αναστηλωτικές παρεμβάσεις και ανακατασκευές του για την αποκατάσταση των εύθραυστων εκτεθειμένων ερειπίων της Κνωσού με την υπέρμετρη χρήση μπετόν αρμέ ξεσήκωσαν πλήθος αντιδράσεων και αντιρρήσεων στην αρχαιολογική κοινότητα.
Το υπόλοιπο της ζωής του ο Εβανς το μοίρασε ανάμεσα στην έπαυλη που έχτισε κοντά στον χώρο των ανασκαφών και ονόμασε εύγλωττα Villa Ariadne και στο σπίτι του στο Γιούλμπουρι, όπου πέθανε ήσυχα στον ύπνο του στις 11 Ιουλίου 1941, πλήρης ημερών, σε ηλικία 90 ετών. Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών παραχώρησε ολόκληρη την ιδιοκτησία της οικογενείας Εβανς μαζί με το παλάτι της Κνωσού στο ελληνικό κράτος διατηρώντας το δικαίωμα των ανασκαφών στην περιοχή. Σήμερα οι ανασκαφές συνεχίζονται και η προτομή του Αρθουρ Εβανς στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου έχει υποδεχθεί περισσότερους από 2 εκατομμύρια τουρίστες.
πηγή: το Βήμα