Ο Κωνσταντίνος Μητσάκης συνεχίζει ακάθεκτος το ταξίδι του Panamerican Crossing 2014 οδηγώντας στα υψίπεδα της Βολιβίας πριν συναντήσει τα απομεινάρια του πολιτισμού των Ινκας. Διηγείται σε πρώτο πρόσωπο.
Η βολιβιανή πρωτεύουσα Λα Παζ, χτισμένη σε μεσοσταθμικό υψόμετρο 3.632 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, είναι η υψηλότερη πρωτεύουσα στον κόσμο. Δικαίως λοιπόν καμάρωνα για την επιτυχία μου να «βάλω ρόδα» στην πρωτεύουσα που είναι πιο κοντά στον ουρανό από κάθε άλλη πρωτεύουσα στον κόσμο…
Για δυο μέρες η Λα Παζ με κράτησε κοντά της και φρόντισε να αποκαλύψει τα πιο γοητευτικά θέλγητρά της: το Κυβερνητικό Παλάτι και τον Καθεδρικό ναό στην κεντρική πλατεία Murillo, την μπαρόκ εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου, την παλιά πόλη με τα αποικιακά κτίσματα και τις πολύχρωμες παραδοσιακές αγορές της.
Όμως, το κερασάκι στην τούρτα ήταν η βόλτα με το τελεφερίκ, «πετώντας» πάνω από την μισή πόλη. Το θεαματικότερο, ίσως, αστικό πανόραμα που έχω δει ποτέ…
Ποια ήταν όμως η συνέχεια στο πρόγραμμα του «Panamerican Crossing 2014»; Από την πρωτεύουσα της Βολιβίας έπρεπε να φτάσω στην πρωτεύουσα του Περού, την Λίμα, στις ακτές του Ειρηνικού, περίπου 1.650 χλμ. βορειοανατολικά.
Οδήγηση πάντα πάνω από τα 3.600 μ., ενώ η εκπληκτική ορεινή φύση των Άνδεων και οι ιστορικές μαρτυρίες των προκολομβιανών πολιτισμών της περιοχής ήταν τα δυο βασικά στοιχεία που είχε να προσφέρει η συγκεκριμένη διαδρομή (La Paz – Puno – Cuzco – Abancay – Nazca – Lima).
Ξεκίνησα λοιπόν από την μυστηριακή πόλη Τιχουανάκου (Tiwanaku), ένα από τα μεγαλύτερα πνευματικά και λατρευτικά κέντρα της προκολομβιανής περιόδου (βρίσκεται 72 χλμ. βορειοδυτικά της Λα Παζ και μόλις 20 χλμ. νότια της λίμνης Τιτικάκα).
Εδώ, μέσα στη στείρα απεραντοσύνη του βολιβιανού οροπεδίου, σε ύψος 3.860 μ., αντίκρισα έκπληκτος τα ερείπια της πόλης Τιχουανάκου. Μνημεία με τεράστιους λαξευμένους ογκόλιθους, πελώριοι γρανιτένιοι μονόλιθοι και τελετουργικά σύμβολα δηλώνουν το παρών στο ραντεβού ενός αρχαίου πολιτισμού με την τοπική Ιστορία.
Η προέλευση και οι αρχιτέκτονες που δημιούργησαν την Τιχουανάκου χάνονται στην ομίχλη του παρελθόντος, ενώ για την πλειονότητα των ντόπιων η Τιχουανάκου αντιπροσωπεύει ένα διαχρονικό κέντρο λατρείας για τους Θεούς των Άνδεων.
Μόλις ξεμπέρδεψα με το μάθημα Ιστορίας στην Τιχουανάκου, πέρασα γρήγορα τα σύνορα από την Βολιβία στο Περού και αμέσως μετά με ανέλαβε η λίμνη Τιτικάκα. Πρόκειται για την ψηλότερη πλεύσιμη λίμνη της γης (3.812 μ.) και την μοιράζονται το Περού και η Βολιβία.
Γαλάζια νερά και απάνεμα ήρεμα τοπία συνιστούσαν έναν φυσικό καμβά ασυναγώνιστης ομορφιάς, που με υποχρέωσε να προβώ σε εκατοντάδες φωτογραφικά κλικ.
Στην παραλίμνια πόλη Πούνο πέρασα την πρώτη μου νύχτα στο Περού. Ήταν όμως μια δύσκολη βραδιά, αφού ταλαιπωρήθηκα αρκετά από μια ελαφριά γαστρεντερίτιδα.
Παρόλο αυτά, την επομένη βρήκα την δύναμη και το κουράγιο να ανέβω στην μοτοσυκλέτα και να οδηγήσω μέχρι το Κούσκο (390 χλμ. δυτικά), την αρχαία πρωτεύουσα των Ίνκας.
Η Μέκκα του πολιτισμού των Ίνκας είναι η αρχαιότερη πρωτεύουσα όλης της αμερικανικής ηπείρου και τα «είχε όλα»: πολιτισμό, χρώμα, ιστορία. Γι’ αυτόν το λόγο άλλωστε, στη ψυχή μου το Κούσκο ταυτίστηκε μ’ ένα συμπυκνωμένο Περού, μια αντιπροσωπευτική μικρογραφία όλης της χώρας.
Όμως, ένα ταξίδι στο Περού δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ολοκληρωμένο αν δεν περιλάμβανε μια επίσκεψη στο κοντινό Μάτσου Πίτσου, το θρυλικό σύμβολο της χώρας –ήταν κάτι που γνώριζα πολύ καλά.
Γι’ αυτό και απαρνήθηκα –έστω για λίγο– την μοτοσυκλέτα μου και παρέα μ’ ένα γκρουπ τουριστών ξεναγήθηκα μια ολόκληρη μέρα στην πόλη-οχυρό των Ίνκας, που ποτέ δεν πατήθηκε από την μπότα του Ισπανού κονκισταδόρ.
Τυλιγμένη μ’ ένα πυκνό πέπλο μυστηρίου, η ινκαϊκή πολιτεία των Άνδεων συγκλονίζει με το σκηνικό της εκπληκτικής ορεινής φύσης, αλλά κυρίως με την ιστορικότητα του χώρου – πολλοί ντόπιοι πιστεύουν ότι το Μάτσου Πίτσου αποτελεί έργο Θεών και όχι ανθρώπων…
Περίπου 650 χλμ. χώριζαν το Κούσκο από την πόλη Νάσκα, η οποία βρίσκεται σε πολύ κοντινή απόσταση από τις ακτές του Ειρηνικού ωκεανού. Με την άφιξη στην Νάσκα θα περνούσα πλέον στις δυτικές ακτές της νοτιοαμερικανικής υποηπείρου. Θα είχα δηλαδή διασχίσει την Νότια Αμερική οριζόντια, από τις ακτές του Ατλαντικού (Μπουένος Άιρες) στις ακτές του Ειρηνικού (Λίμα).
Εκείνη την ημέρα, χρειάστηκαν 14 ώρες οδήγησης για να ολοκληρώσω το ιδιότυπο αυτό νοτιοαμερικανικό «coast to coast». Η ορεινή διαδρομή Κούσκο – Αμπανσάι – Νάσκα ήταν μεν πανέμορφη, αλλά εξαιρετικά επίπονη, με άπειρες ανοικτές και κλειστές στροφές.
Το εγχείρημα να φτάσω στις ακτές του Ειρηνικού αποδείχθηκε δύσκολο, αλλά σίγουρα άξιζε τον κόπο. Ήταν μια από τις πιο συναρπαστικές ορεινές διαδρομές που έχω ποτέ κάνει, και όχι τυχαία θα κατέχει μια ξεχωριστή θέση στις αναμνήσεις μου.
Ο αείμνηστος συγγραφέας Έρικ Φον Ντένικεν, μέσα στις σελίδες των βιβλίων του «Άρματα των Θεών» και «Επιστροφή στα άστρα» υποστηρίζει ότι οι μυστηριώδεις διάδρομοι που είναι χαραγμένοι πάνω στην άγονη πεδιάδα της Νάσκα (έργο του 900 – 600 π. Χ.) είναι κοσμοδρόμια που κατασκεύασαν στο παρελθόν άγνωστοι επισκέπτες από το διάστημα.
Παρ’ όλα αυτά και μέχρι σήμερα οι επιστήμονες προσπαθούν να δώσουν μια πειστική απάντηση στο ερώτημα: «Ποιος κατασκεύασε και για ποιο λόγο τους διαδρόμους αυτούς;». Άλλες θεωρίες μιλούν επίσης για την χρησιμότητα των διαδρομών σε περιόδους λειψυδρίας ή σε αστρολογικές μελέτες.
Η διήμερη παραμονή μου στην πόλη Νάσκα ήταν επιβεβλημένη, προκειμένου να σχηματίσω μια σαφέστερη εικόνα και γνώμη για τους περίφημους διαδρόμους. Πληρώνοντας 120$, επιβιβάστηκα σ’ ένα μονοκινητήριο αεροπλάνο Τσέσνα και πέταξα πάνω από τις επίμαχες περιοχές της Νάσκα.
Εκτός από τους συγκεκριμένους διαδρόμους, υπήρχαν επίσης διάσπαρτες γιγάντιες μορφές ζώων (πιθήκου, φάλαινας, κόνδορα, κλπ) μήκους πολλών δεκάδων μέτρων, που εντυπωσίαζαν για την τελειότητα του σχεδιασμού τους. Ποιο ήταν τελικά το δικό μου συμπέρασμα; Ακόμα το σκέφτομαι…
Για την άφιξη μου στην περουβιανή πρωτεύουσα Λίμα (445 χλμ. μακριά από τη Νάσκα), συνεργός ήταν πλέον ο γνωστός οδικός άξονας «Pan-American Route», που ξεκινά από το Μπουένος Άιρες και τελειώνει (ή αντιστρόφως αρχίζει) στο Λος Άντζελες των Η.Π.Α.
Ο «Pan-American Route», όπως δηλώνει και η ονομασία του, διατρέχει όλη την αμερικάνικη ήπειρο ενώνοντας την Βόρειο με τη Νότιο Αμερική και θα αποτελούσε πλέον το ασφάλτινο χαλί πάνω στο οποίο θα κυλούσαν οι τροχοί της ΚΤΜ, μέχρι τα σύνορα των Η.Π.Α.
Διατρέχοντας τις βόρειες παρυφές της ερήμου Ατακάμα, και κάτω από έναν γκριζωπό ουρανό, η Λίμα με υποδέχτηκε το απομεσήμερο της 14ης ημέρας του ταξιδιού. Το δεύτερο νοτιοαμερικανικό ετάπ (Λα Παζ – Λίμα) είχε ολοκληρωθεί με επιτυχία…