Στην τρίτη εβδομάδα του ταξιδιού του Κωνσταντίνου Μητσάκη συνοδεύτηκε από αντιθέσεις. Σκηνικού, συνθηκών αλλά και ανθρώπινης αντιμετώπισης.
Γνώρισε τη ζεστή φιλοξενία αλλά και την αγωνία όταν προσπαθούσε να αποφύγει ληστές…
«Δεν ήταν η πρώτη φορά στην ζωή μου που έτρεχα στους δρόμους μιας τριτοκοσμικής πόλης, κυνηγημένος από επίδοξους κλέφτες που εποφθαλμιούσαν την φωτογραφική μου μηχανή.
Έφταιγα όμως κι εγώ, ήταν μεγάλη πρόκληση και απερισκεψία να κυκλοφορώ στους δρόμους της Λίμα με μια πανάκριβη φωτογραφική μηχανή. Οι δύο ελαφροχέρηδες, αφού δεν κατάφεραν να μου την αποσπάσουν από τα χέρια με τη πρώτη προσπάθεια, άρχισαν να με κυνηγούν στην περιοχή του κέντρου για να με ακινητοποιήσουν και να πάρουν το πολύτιμο λάφυρο.
Με τα πόδια να κτυπούν κυριολεκτικά στην πλάτη, έτρεχα με επιδόσεις ισάξιες ενός πρωταθλητή μικρών αποστάσεων. Και τελικά, πώς την γλίτωσα; Μπούκαρα στο πρώτο ξενοδοχείο που βρήκα μπροστά μου και ζήτησα… άσυλο από τον σαστισμένο ξενοδόχο, ο οποίος με φυγάδευσε από την πίσω πόρτα του κτιρίου, από την έξοδο κινδύνου.
Το πάθημα έγινε μάθημα λοιπόν! Τέλος η χαλαρότητα και η ανεμελιά στα μεγάλα αστικά κέντρα της νοτιοαμερικανικής διαδρομής μου. Τι πρόλαβα να δω στην Λίμα;
Μετά από αυτό το περιστατικό, τα μνημειακά αξιοθέατα της πόλης πέρασαν σε δεύτερη μοίρα. Η περουβιανή πρωτεύουσα αντιπροσώπευε μια κλασική λατινοαμερικανική πόλη ακραίων αντιθέσεων, στην οποία η πλήρης εξαθλίωση και ανέχεια των πολλών συνυπήρχε με τον πλούτο και την ευημερία των λίγων.
Οι ανισότητες του επιπέδου ζωής που υπήρχαν στη Λίμα –αλλά και στα άλλα μεγάλα αστικά κέντρα της Λατινικής Αμερικής– εκδηλώνονταν με τις δραματικές αντιθέσεις που διέκρινα ανάμεσα στις πλούσιες και τις φτωχές συνοικίες της πόλης. Ενώ ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού ζούσε κάτω από απαράδεκτες συνθήκες διαβίωσης και έσχατης ένδειας.
Με τις χειρότερες λοιπόν αναμνήσεις και εμπειρίες, εγκατέλειπα τα ξημερώματα της 17ης ημέρας του “Panamerican Crossing 2014” την Λίμα με κατεύθυνση τον βορά της χώρας, οδηγώντας την μαύρη ΚΤΜ πάνω στον οδικό άξονα «Panamericana Norte».
Το υπόλοιπο πρόγραμμα στο Περού περιελάμβανε ακόμα 1.450 χλμ. μέχρι τα σύνορα του Ισημερινού (Εκουαδόρ) και πέρασμα από τις πόλεις Trujillo, Punte και Tumbe.
Οι ίδιες γεωμορφολογικές συνθήκες μ’ εκείνες που επικρατούσαν στο Νότιο Περού (από την Νάσκα ως την Λίμα), συνόδευσαν -στο μεγαλύτερο μέρος της- την πορεία μου στο Βόρειο Περού.
Το άγονο τοπίο της ερήμου συνέχισε να με συντροφεύει σχεδόν έως τα σύνορα του Ισημερινού, ενώ σε πολλά σημεία της διαδρομής ο Ειρηνικός Ωκεανός έκανε διακριτική την παρουσία του, δίνοντας λίγο γαλάζιο χρώμα στο μουντό μοτίβο της ερήμου.
Η διαδρομή από την Λίμα ως τα σύνορα του Ισημερινού ήταν ομολογουμένως τα πιο ανιαρά και αδιάφορα χιλιόμετρα, όχι μόνο στο Περού, αλλά κι όλου του νοτιοαμερικανικού ταξιδιού.
Κι ενώ ήμουν έτοιμος λοιπόν να… κόψω φλέβες, έφτασα μπροστά στην συνοριακή πόρτα του Ισημερινού, εκεί όπου η αλλαγή της χλωρίδας που τόσο ανυπόμονα καρτερούσα, εν τέλει συντελέστηκε.
Μια υποτροπική βλάστηση άρχισε να στήνει ένα πυκνό και οπωσδήποτε θεαματικότατο πράσινο ντεκόρ εκατέρωθεν του οδικού άξονα, ο οποίος ανέλαβε να με οδηγήσει στην πρωτεύουσα Κίτο, 540 χλμ. βόρεια των συνόρων.
Μαζί όμως με την αλλαγή του οικοσυστήματος, ήρθε δυστυχώς και η αλλαγή στις κλιματολογικές συνθήκες. Με την είσοδό μου στον Ισημερινό, στα πρώτα κιόλας χιλιόμετρα, ο βαρυφορτωμένος ουρανός θεώρησε φρόνιμο ν’ αφήσει ένα μέρος του φορτίου του πάνω μου. Ήταν το υγρό (τροπικό) καλωσόρισμα στην χώρα της μπανάνας!
Στα σύνορα του Ισημερινού, ένα νεαρό ζευγάρι, ο Αλφόνσο και η Μαργαρίτα, αφού με βοήθησαν στις γραφειοκρατικές διατυπώσεις (τα ισπανικά μου είναι για γέλια), μού έδωσαν την διεύθυνσή τους στο Κίτο και προσφέρθηκαν να με φιλοξενήσουν.
Τέτοιες ευκαιρίες φυσικά δεν τις χάνω με τίποτα. Έτσι, το άλλο απόγευμα, όταν έφτασα στο Κίτο, είχα εξασφαλισμένη στέγη, τροφή, συντροφιά και ξενάγηση για τις επόμενες δυο μέρες.
Όμως, η προσέγγιση του Κίτο με την μοτοσυκλέτα αποδείχθηκε μια αρκετά κουραστική υπόθεση, όχι μόνο λόγω της αυξημένης κίνησης που παρουσίαζε ο στενός οδικός άξονας, αλλά κυρίως του ορεινού χαρακτήρα της διαδρομής στα τελευταία 100 χλμ.
Η πρωτεύουσα του Ισημερινού βρίσκεται σε ύψος 2.850 μ, μέσα σε μια στενόμακρη κοιλάδα των καταπράσινων Άνδεων, και είναι η δεύτερη σε υψόμετρο πρωτεύουσα παγκοσμίως – μετά φυσικά την Λα Παζ της Βολιβίας.
Παντρεμένοι μ’ ένα παιδί, οι οικοδεσπότες μου έκαναν τα πάντα για να τιμήσουν και να ευχαριστήσουν τον φιλοξενούμενό τους. Ο Αλφόνσο και η Μαργαρίτα εργάζονταν σε μια εταιρία ως προγραμματιστές ηλεκτρονικών υπολογιστών, μια δουλεία που τους επέτρεπε να αντιμετωπίζουν με αξιοπρέπεια τις αυξημένες οικονομικές ανάγκες της καθημερινότητάς τους.
Κι όσον αφορά την όμορφη πόλη τους, το Κίτο ιδρύθηκε τον 10ο αιώνα από τους Ίνκας, για να περάσει στα χέρια των Ισπανών το 1533. Πρόκειται για μια πόλη με πλούσιο παρελθόν και μ’ έντονα τα ίχνη της αποικιακής περιόδου.
Το ιστορικό κέντρο της (χάρη στους πλούσιους αρχιτεκτονικούς θησαυρούς που διαθέτει) έχει ανακηρυχθεί Μνημείο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την UNESCO.
Μόλις 25 χλμ. βόρεια του Κίτο, περνά η νοητή γραμμή του Ισημερινού που χωρίζει το βόρειο από το νότιο ημισφαίριο της γης. Στο γεωγραφικό αυτό σημείο (0ο – 0ο – 0ο), το τεράστιο πέτρινο μνημείο (Mited Del Mundo) που έχει ανεγερθεί αποτελεί πόλο έλξης για όλους τους επισκέπτες του Κίτο.
Δεν υπήρχε περίπτωση να μην επισκεφθώ κι εγώ το «Σημείο 0» του πλανήτη μας. Ήταν η τελευταία μου μέρα στο νότιο ημισφαίριο. Όταν την επομένη θα συνέχιζα το ταξίδι μου για την Κολομβία, θα οδηγούσα πλέον στο βόρειο ημισφαίριο της γης».