Ο Άλεξ είναι ένας Ρουμάνος οδοντοτεχνίτης που στον ελεύθερο χρόνο του καταπιανόταν με κάθε είδους μηχανική κατασκευή –από χειροποίητες Ducati μέχρι snowbikes και από τρίτροχα για ντριφτ ως τετράτροχα χωμάτινων αναβάσεων.
Κάποιοι γνωστοί του από τις ΗΠΑ τον έπεισαν να μετακομίσει εκεί, πιστεύοντας πως στην αμερικάνικη αγορά το πάθος του θα έβρισκε μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία. Έτσι πριν από δύο χρόνια ο Άλεξ άφησε τη Ρουμανία για το Σικάγο.
Έπιασε δουλειά σαν βοηθός μαραγκού ώστε να κερδίζει τα προς το ζην.
Ο πρώτος του μισθός έφυγε αμέσως για χάρη μιας ηλεκτροσυγκόλλησης Lincoln. Έπειτα συναρμολόγησε στο σπίτι του έναν μικρό πάγκο κατασκευών. Πέρασε τον πρώτο χρόνο δουλεύοντας και αγοράζοντας εργαλεία –έπειτα το μικρόβιο των ιδιοκατασκευών πήρε πάλι το πάνω χέρι.
Παρότι δεν είχε τον απαραίτητο εξοπλισμό, ούτε μπορούσε να νοικιάσει έναν κατάλληλο χώρο εργασίας, ενέδωσε και βάλθηκε να βελτιώσει ένα Buell Blast με λίγα χιλιόμετρα που έπεσε στα χέρια του.
Η μοτοσυκλέτα θυμίζουμε ήταν ένα ακόμη από τα θνησιγενή δημιουργήματα του τρελό-Έρικ Μπιούελ, ένα μονοκύλινδρο μοντέλο «εκκίνησης» με απαίσια εμφάνιση που απέτυχε εμπορικά και κατέληξε να επανδρώνει τις σχολές οδήγησης της Harley-Davidson.
Έλυσε το Blast στο ξυλουργείο όπου δούλευε και ύστερα μετέφερε όλα τα κομμάτια στο διαμέρισμά του.
Η διάλυση, θυμάται, ήταν το εύκολο. «Οι δυσκολίες άρχισαν αφού κατέληξα στο τι ήθελα να φτιάξω και αντιλήφθηκα πόσα εργαλεία μου έλειπαν. Παρόλα αυτά έφτιαξα τα σχέδια και άρχισα να συγκεντρώνω τα κομμάτια που χρειαζόμουν».
Έξι μήνες του πήρε του Άλεξ για να μαζέψει το ποσό για να αγοράσει τα ανταλλακτικά που χρειαζόταν. Ύστερα επιτέλους ξεκίνησε να δουλεύει πάνω στην ιδέα του. Πολλά κομμάτια (τις διάφορες τάπες, τους αποστάτες, τις πλάκες στήριξης των μαρσπιέ και άλλα ψιλολόγια) τα σχεδίασε ο ίδιος, τα κατασκεύασαν φίλοι του στην Ρουμανία και του τα έστειλαν ταχυδρομικά. «Δεν ήμουν σε θέση να εξηγήσω σε κάποιον εδώ τι ακριβώς χρειαζόμουν».
Τα υπόλοιπα τα έφτιαξε μόνος στο σπίτι, με μοναδικό εξοπλισμό μια μεγγένη, μια σέγα χειρός και ένα σφυρί, την ηλεκτροκόλληση, ένα δράπανο και ένα σετ μικροεργαλείων της Ντρέμελ.
«Προσπαθούσα να μην κάνω πολύ θόρυβο και να έχω πάντα το διαμέρισμα κάπως τακτοποιημένο για να μη με χωρίσει η κοπέλα μου!» λέει.
«Έπαιρνα ρεπό ώστε να δουλεύω κατά τη διάρκεια της ημέρας, όταν οι άλλοι ένοικοι εργάζονταν. Όταν χρησιμοποιούσα την ηλεκτροκόλληση έκλεινα τα πατζούρια για να μη φαίνεται η λάμψη της, ενώ το στερεοφωνικό έπαιζε AC/DC στη διαπασών για να καλύπτει τον χαρακτηριστικό βόμβο. Τέτοια πράματα».
Τελικά από το Blast απέμειναν μόνον ο κινητήρας, το καρμπυρατέρ και το μπροστινό μισό του «σκελετού». Το πίσω μέρος πριονίστηκε και πετάχτηκε. Έπειτα ο Άλεξ τάπωσε τους κομμένους σωλήνες, μετέφερε τη βάση του αμορτισέρ και συγκόλλησε στις κατάλληλες θέσεις τις βάσεις, τα άγκιστρα και τους βραχίονες που χρειαζόταν για να προσαρμόσει τα νέα μέλη της μοτοσυκλέτας.
Η σέλα της Bitwell επιλέχτηκε για την εμφάνισή της και μπήκε στη θέση της χάρη στη χειροποίητη βάση. Το «κάπως» μπροστινό προέρχεται από την Chassis Design Company και αποσβένει μέσω ενός μίνι αμορτισέρ αερίου.
«Ήθελα ένα μπροστινό girder αλλά μοντέρνο», εξηγεί ο Άλεξ. Έστειλε στην εταιρεία τις διαστάσεις για να φτιάξει κάτι στα μέτρα της κατασκευής του και έπειτα ο ίδιος έφτιαξε τα στηρίγματα που θα το υποδέχονταν.
Τα υπόλοιπα μέρη αποτελούν ένα μείγμα κορυφαίων ανταλλακτικών. Ο κομπλέ μπροστινός τροχός προήλθε από ένα HD V-Rod, όπου βιδώθηκε ένας δίσκος μαργαρίτα.
Πίσω προσαρμόστηκε ένα σετ ψαλιδιού-τροχού-φρένου από Buell XΒ. Ένα Buell 1125, τελευταίο Superbike της εκλιπούσας εταιρείας, δάνεισε το αμορτισέρ.
Στη θέση του ρεζερβουάρ ο Άλεξ προσάρμοσε ένα μικρό ορθογώνιο δοχείο (μαύρο) που χωρά δεν χωρά 4 λίτρα και πίσω του μια αλουμινένια προστατευτική θήκη για τα ηλεκτρικά. Η αυτονομία θυσιάστηκε στην αισθητική πειθαρχία του καλλιτέχνη μας: μέτρον πάντων η καλαισθησία.
Όσο για τις επιδόσεις, η απόδοση του στάνταρ κινητήρα κάλυπτε εξαρχής τις ανάγκες του ταλαντούχου Ρουμάνου οδοντοτεχνίτη. Ήδη ο προηγούμενος ιδιοκτήτης είχε σκαλίσει το καρμπυρατέρ τοποθετώντας τζετ της Dynojet. Οι μόνες επεμβάσεις ήταν ένα φίλτρο αέρα της Uni και η εξάτμιση. Οι κούρμπες φτιάχτηκαν από τα χεράκια του Άλεξ, το ανθρακονημάτινο σιλανσιέ αγοράστηκε έτοιμο.
«Αλλά τώρα ψάχνομαι με ένα κιτ κυβισμού», λέει ο πάντα ανήσυχος καλλι-τεχνίτης.
Πέρα όμως από τις μεγάλες και ορατές επεμβάσεις κρύβεται πληθώρα μικρότερων και σχεδόν αόρατων –τόσων πολλών που θα γέμιζαν εύκολα βιβλίο.
Και ύστερα οι υπόλοιπες λεπτομέρειες όπως το τιμόνι και τα γκριπ της Biltwell, το πισωφάναρο LED κάτω από τη σέλα αλλά και η βάση όπου στερεώνεται το κινητό του Άλεξ αντί οργάνων. Τού έχει φορτώσει μια εφαρμογή «Ταχύμετρου».
Προτίμησε, εξηγεί, το κινητό γιατί σαν καινούργιος στην πόλη, έπρεπε να χρησιμοποιεί συνέχεια το GPS στις μετακινήσεις του.
Εκτιμώντας στο τέλος την όλη εμπειρία ο Άλεξ θεωρεί πως ήταν μισή διασκέδαση και μισή ταλαιπωρία. «Ταλαιπωρία επειδή δεν είχα τον κατάλληλο χώρο» διευκρινίζει.
«Προσπαθούσα διαρκώς να μην ενοχλήσω τους γείτονες. Και ύστερα ήταν η αναμονή μέχρι το επόμενο ρεπό για να δουλέψω σπίτι… για τα πάντα χρειάστηκε πολύς περισσότερος χρόνος από ό,τι κανονικά».
«Άξιζε όμως στο τέλος. Κατάφερα να φτιάξω μια Φράνκεν Μπλαστ –λογοπαίγνιο με τις λέξεις Φρανκενστάιν και Έκρηξη» αναφερόμενος στη μεταμόρφωση του αρχικού ανέμπνευστου Blast σε ένα προκλητικό, ασυνήθιστο custom που αψηφάει τους κανόνες.
«Βγήκε όπως ακριβώς το φαντάστηκα. Αν δεν είχα αυτήν την πρόκληση, μπορεί και να πέθαινα από τη βαρεμάρα. Επιπλέον γνώρισα πολύ κουλ ανθρώπους και έκανα κάποιους νέους φίλους».
Η Franken Blast είναι πραγματικά μοναδική και είναι να θαυμάζεις και απορείς με την απέραντη επινοητικότητα του Άλεξ που μπόρεσε να ενσαρκώσει τη φαντασία του με τόσο λίγα μέσα.