«Οι πάππες μου και τα γονικά μου ζήσανε και πέθαναν σ’ αυτόν τον τόπο με καθαρό το κούτελο! Δεν είχαν φράγκα, αλλά ήσαν νοικοκυραίοι! Κι εγώ που έκαμα φράγκα, θα μου κρεμάσουν κουδούνια εξαιτίας σου; Θα σε λιανίσω!»
Αν επέλεγε κανείς την πιο αντιπροσωπευτική φράση του Ηλία Νάτση στις «Ψυχοκόρες», θα ήταν αυτή, καθώς σκιαγραφεί πλήρως τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου, ο οποίος σε κάθε του λέξη και πράξη υιοθετεί το βάρος των πρέπει ενός κόσμου, όπου η ύλη και το φαίνεσθαι παραμερίζουν κάθε έννοια ανθρωπιάς.
Τα «φράγκα» και το «καθαρό κούτελο» στο χωριό της δεκαετίας του ’50 ήταν γι’ αυτόν το χρυσό κλειδί για να κερδίσει τον σεβασμό των γύρω του, παίρνοντας πάντα τη σιωπηλή ανοχή μιας κοινωνίας απέναντι στους αυστηρούς, σκληρούς και κακοποιητικούς άντρες.
Περνώντας μια ζωή στα χωράφια, ο Νάτσης κατάφερε να αυγατίσει την περιουσία της γυναίκας του και έθεσε δικές του προτεραιότητες.
Η αντιμετώπιση της Ευανθίας ως κτήμα του, αλλά και οι αλλεπάλληλοι βιασμοί της Φρόσως, ήταν για εκείνον απαραίτητες στάσεις στον μονόδρομο της ζωής του.
Η μεγάλη του επιθυμία να αποκτήσει έναν αρσενικό διάδοχο, που θα κληρονομούσε την αυτοκρατορία του, εκπληρώθηκε.
Μόνο που η αντίδραση της ζωής σε ό,τι προξένησε, τον πρόλαβε και του στέρησε την κυριαρχία του άδοξα και βίαια. Όπως ακριβώς δηλαδή «σκότωσε» και ο ίδιος την αγνή ψυχή της Φρόσως.