Καλεσμένος στο πλατό της εκπομπής «Στούντιο 4» της ΕΡΤ, απέναντι από την Νάνσυ Ζαμπέτογλου και τον Θανάση Αναγνωστόπουλο βρέθηκε ο Τάκης Σαγιώρ. Ο χορευτής αναφέρθηκε στην πολυτάραχη ζωή του, τους γάμους του αλλά και την σχέση που είχε με τον πατέρα του. Ο Τάκης Σαγιώρ θυμήθηκε την περίοδο που ήταν ζευγάρι με τη Μαίρη Λίντα και έφτασαν μέχρι τα σκαλιά της εκκλησίας αλλά αποφάσισαν να χωρίσουν μια εβδομάδα πριν παντρευτούν.
«Βγαίναμε μαζί. “Αφού βγαίνουμε κάθε βράδυ, δεν μένουμε μαζί κιόλας;” μου είπε. “Δεν τα φτιάχνουμε;” της απάντησα. Κάναμε πλάκα, έτσι τα φτιάξαμε, έτσι ενωθήκαμε. Μείναμε μαζί 7 χρόνια» είπε.
Ο Τάκης Σαγιώρ αναφέρθηκε επίσης στη σχέση της Μαίρης Λίντα με την κόρη της: «Η κόρη της είναι ένας άγγελος. Η Μαίρη Λίντα την αγαπούσε αλλά ήταν η μάνα η πλούσια, η σταρ, που της μεγαλώνουν το παιδί και αυτό τη Βάλια την είχε… δεν μπορούσε να επιβληθεί».
Γιατί δεν παντρεύτηκαν τελικά; Ο ίδιος απάντησε: «Όταν εγώ έπαιρνα 100.000 δραχμές μεροκάματο, η Μαίρη Λίντα έπαιρνε ένα εκατομμύριο δραχμές την ημέρα. Τέτοιες διαφορές είχαμε. Μιλάμε για τρελά λεφτά και πάντα ήταν χωρίς μία. Ανακάλυψα ότι της αρέσει το χαρτάκι, ήταν και large με τους φίλους και τις φίλες της. Εγώ δεν μπορούσα να τη συμμαζέψω, είμαι φοβιτσιάρης και κομπλεξικός. Δεν μαζευόταν τόσο πολύ και χωρίσαμε».
Η εξομολόγηση για την κόρη του
Ο Τάκης Σαγιώρ περιέγραψε στη συνέχεια πώς έγινε πατέρας στην ηλικία των 22 χρονών. Η μάνα του παιδιού του, η οποία στη συνέχεια έγινε σύζυγός του του είχε κρύψει ότι ήταν 15 χρονών.
«Στα 22 μου χρόνια τα έφτιαξα με ένα κοριτσάκι το οποίο ήταν 15 χρονών αλλά ήταν 1.75 με το στήθος εκεί, πού να ξέρω ότι ήταν τόσο χρονών. Πού να ξέρω; Μου είπε ότι ήταν 18. Τα φτιάξαμε και έμεινε έγκυος. Δεν ήξερα ότι ήταν 15 χρονών, όταν είσαι 22 χρονών δεν ρωτάς. Μου είπε τότε ο Γιάνναρος να της δώσουμε χρήματα να πάει να το πετάξει το παιδί . Αυτός το πρότεινε, προς Θεού και είμαι εναντίον όλων αυτών. Κρατήσαμε και τα παιδιά, κρατήσαμε και το παιδί» δήλωσε.
Ο Τάκης Σαγιώρ έμαθε την αλήθεια στην Αστυνομία: «Άρχισε να φαίνεται η κοιλιά της και τότε η μάνα της ήρθε και με πήγε στην Ασφάλεια. Εκεί έμαθα ότι ήταν ανήλικη. Πρότεινα να παντρευτούμε. Μείναμε παντρεμένοι μέχρι που γέννησε, μετά σηκώθηκε και έφυγε. Έμεινα μόνος με ένα μωράκι. Η μητέρα μου το πήρε και πήγαν να ζήσουν στην Κέρκυρα, τους έστελνα λεφτά».
Δύο χρόνια μετά γνώρισε τη δεύτερη σύζυγό του, τη Λουίζα Μελίντα: «Το παιδί τότε ήταν 2 χρονών. Θέλαμε να παντρευτούμε με τη Μελίντα και έψαχνα να βρω την άλλη για να πάρω διαζύγιο. Τη βρήκα τυχαία, ήταν έγκυος από έναν Αμερικάνο. Το θέλαμε και οι δύο το διαζύγιο, βγήκε εις βάρος μου. Δεν ξέρω μετά τι έπαθε, ζήλεψε, έκανε δικαστήρια από εδώ και από εκεί και πήρε το παιδί μας στην Αμερική, Την απομόνωσε την κόρη μου από μένα».
Η κόρη του βέβαια επέστρεψε κοντά μετά από μερικά χρόνια: «Όταν ήταν 16 χρονών είπε στη μαμά της ότι δεν θα σπουδάσει Αμερική και ότι θα έρθει στην Ελλάδα στον πατέρα της. Έχει τον χαρακτήρα μου ακριβώς, δεν σήκωνε κουβέντα. Μου την έστειλε η μαμά της στα 16 της χρόνια. Όταν πήγα στο αεροδρόμιο να την πάρουμε μαζί με την αδερφή μου, κρατούσαμε πλακάτ για να μας αναγνωρίσει».
«Είχα πολύ κακό μπαμπά, δεν έπρεπε να κάνει παιδιά»
«Εγώ μπήκα σε αυτή τη δουλειά για να γίνω πρώτος. Το πραγματικό μου επίθετο είναι Σαλλιόν, γαλλικής καταγωγής από τον προπροπάππο μου, και με τα δύο -λ- στα γαλλικά γίνεται Σαγιόν. Ένας καθηγητής μου στη δραματική σχολή μου λέει: δεν είναι εύηχο με το -ν- στο τέλος, θα το κάνουμε με ένα ρ. Τότε τα πράγματα ήταν δύσκολα, έπρεπε το παιδί να ακολουθήσει το επάγγελμα ή το όνειρο του μπαμπά. Από ανάποδη σφαλιάρα του πατέρα μου μού λείπει ένα δόντι. Μου έλεγε ο πατέρας μου: τότε θα σε κάνω κι εσένα ψαρέμπορα. Εγώ τη θάλασσα τη μισούσα, με το κούνημα μου ερχόταν εμετός. Γι’ αυτό με έδεσε στο κατάρτι και με πήγε από Κέρκυρα Παξούς με τρικυμία. Εγώ εμετό, να λιποθυμάω, αυτός εκεί… και ξύλο. Είχα πολύ κακό μπαμπά, που δεν έπρεπε να κάνει παιδιά.
Οικογενειάρχης, δεν μας έλειπε τίποτα. Όλα τα παιδιά μέσα το καλάθι τους στο σχολείο είχαν ένα σάντουιτς, εγώ είχα αβγοτάραχο. Αλλά έπρεπε να κάνω ό,τι ήθελε. Είχα μία κόντρα μαζί μου, μού λεγε: μη φοράς κοντά παντελονάκια, γιατί κοιτάζουν τα πόδια σου. Μικρό παιδάκι εγώ. Έπρεπε με το ζόρι να παίζω ποδόσφαιρο. Ακόμα και σήμερα δεν μπορώ να δω ποδόσφαιρο. Εγώ έφυγα, γιατί δεν άντεχα το ξύλο. Πήρα μια μέρα την απόφαση να το σκάσω από το σπίτι, ήμουν 14-15 χρονών», αφηγήθηκε μεταξύ άλλων ο Τάκης Σαγιώρ.