Το σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου, δηλαδή ο θάνατος ενός φαινομενικά υγιούς βρέφους πριν κλείσει τον πρώτο χρόνο ζωής, παραμένει ανεξήγητο. Σε δημοσίευσή τους στο περιοδικό «Journal of Neuropathology & Experimental Neurology», επιστήμονες συνδέουν το σύνδρομο αυτό με βιολογικές αιτίες.
Ο αιφνίδιος βρεφικός θάνατος φαίνεται να συμβαίνει όταν τα βρέφη κοιμούνται. Αν και σπάνιος, είναι ο κυριότερος μεταγεννητικός βρεφικός θάνατος στις Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα, καθώς σημειώνεται σε 103 από τις 100.000 γεννήσεις ζώντων παιδιών ετησίως. Παρά τις εθνικές εκστρατείες δημόσιας υγείας που προωθούσαν ασφαλή περιβάλλοντα ύπνου στα βρέφη τη δεκαετία του 1990 στις ΗΠΑ, τα ποσοστά των περιπτώσεων παρέμειναν τα ίδια τις τελευταίες τρεις δεκαετίες.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Ρόμπιν Χάινς από το Παιδιατρικό Νοσοκομείο της Βοστόνης, εξέτασαν βιολογικό υλικό από βρέφη που πέθαναν την περίοδο 2004-2011. Τα πορίσματα της έρευνας τους οδηγούν στο συμπέρασμα ότι μια βιολογική ανωμαλία σε ορισμένα βρέφη τα καθιστά ευάλωτα στο θάνατο υπό ορισμένες συνθήκες. Συγκεκριμένα, διαπίστωσαν ότι ο υποδοχέας σεροτονίνης 2A/C είναι τροποποιημένος σε περιπτώσεις αιφνίδιου βρεφικού θανάτου και προηγούμενες έρευνες σε τρωκτικά είχαν καταδείξει ότι η σηματοδότηση του υποδοχέα αυτού προστατεύει την κατάσταση οξυγόνου του εγκεφάλου κατά τη διάρκεια του ύπνου.
Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι το σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου εμφανίζεται όταν τρία πράγματα συμβαίνουν μαζί: το βρέφος βρίσκεται σε μια κρίσιμη περίοδο καρδιοαναπνευστικής ανάπτυξης κατά τον πρώτο χρόνο, αντιμετωπίζει έναν εξωτερικό στρεσογόνο παράγοντα, όπως η θέση ύπνου με το πρόσωπο προς τα κάτω ή η κοινή χρήση του κρεβατιού με άλλο άτομο, και έχει μια βιολογική ανωμαλία που το καθιστά ευάλωτο σε αναπνευστικές προκλήσεις κατά τη διάρκεια του ύπνου. Ωστόσο, οι ερευνητές σημειώνουν ότι απομένει πολλή δουλειά για τον προσδιορισμό των συνεπειών των ανωμαλιών σε αυτόν τον υποδοχέα σεροτονίνης.