Είμαστε σε θέση να διακρίνουμε την «τρέλα» από την «λογική»; Και ποιος μπορεί να ορίσει τι σημαίνουν αυτοί οι δύο όροι; Πολλές φορές οι υποτιθέμενοι «λογικοί» προχωρούν σε πράξεις πέρα από κάθε εξήγηση και εκείνοι που έχουν στιγματιστεί ως ψυχικά ασθενείς να βαδίζουν σε πιο ασφαλή μονοπάτια.
Σε αυτό το αιώνιο ερώτημα που απασχολεί την επιστήμη της ψυχιατρικής προσπάθησε να απαντήσει ο Αμερικανός καθηγητής ψυχολογίας Ντέιβιντ Ρόζενχαν (1929-2012). Και μάλιστα ο τρόπος που το έκανε ήταν τόσο ριζοσπαστικός που δημιούργησε σκάνδαλο στην εποχή του.
Το «πείραμα Ρόζενχαν» είναι ένα διάσημο πείραμα το οποίο οργάνωσε και πραγματοποίησε το 1972 ο Αμερικανός καθηγητής ψυχολογίας και αποσκοπούσε στην διερεύνηση της εγκυρότητα της ψυχιατρικής διάγνωσης και το κατά πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν να μπεις σε ένα ίδρυμα αλλά και τι χρειαζόταν να κάνεις για να βγεις.
Τα αποτελέσματα της έρευνας του διάσημου πλέον πειράματος δημοσιεύτηκαν το 1973 στο επιστημονικό περιοδικό Science σε άρθρο με τον τίτλο «Υγιείς σε μέρη για παράφρονες» (On Being Sane in Insane Places). Το άρθρο με τα συμπεράσματα του πειράματος προκάλεσε αίσθηση στην κοινή γνώμη και πυροδότησε συζητήσεις μεταξύ των ειδικών. Ο Ρόζενχαν στο άρθρο του αμφισβητούσε ευθέως την εγκυρότητα της ψυχιατρικής διαγνωστικής διαδικασίας ενώ δεν δίστασε να καταγγείλει τις απάνθρωπες συνθήκες που επικρατούσαν στις ψυχιατρικές κλινικές αλλά και τον στιγματισμό που υφίσταντο οι νοσηλευόμενοι σε αυτές.
Πείραμα Ρόζενχαν, φάση πρώτη: Οι ψυχολόγοι, ο φοιτητής, ο ζωγράφος και η νοικοκυρά
Το πείραμα του Ρόζενχαν χωρίστηκε σε 2 φάσεις. Ο Αμερικανός καθηγητής ήταν πεπεισμένος ότι οι ιατρικοί ορισμοί των ψυχικών παθήσεων ήταν ασαφείς και ήταν σχεδόν απόλυτα εξαρτημένοι από τις «παραξενιές» του κάθε γιατρού.
Αποφάσισε λοιπόν να διαπιστώσει ο ίδιος κατά πόσο οι ψυχίατροι μπορούσαν να διακρίνουν τη διαφορά μεταξύ «λογικών» και «τρελών» ανθρώπων στέλνοντας οκτώ δικούς του ανθρώπους στα επείγοντα περιστατικά, με υποτιθέμενο σύμπτωμα ότι άκουγαν μια φωνή που να λέει «άδειος», «κούφιος» και «γδούπος».
Μεταξύ των συμμετεχόντων ήταν ένας φοιτητής ψυχολογίας, τρεις ψυχολόγοι, ένας παιδίατρος, ένας ψυχίατρος, ένας ζωγράφος και μία νοικοκυρά. Όλοι οι «ασθενείς» παρουσιάστηκαν σε διαφορετικά ψυχιατρικά νοσοκομεία διασκορπισμένα σε πέντε πολιτείες των Η.Π.Α. Μεταξύ των οποίων υπήρχαν δημόσια νοσοκομεία χαμηλού προϋπολογισμού, αλλά και ονομαστά πανεπιστημιακά νοσοκομεία, καθώς και μία πανάκριβη ιδιωτική κλινική.
Εκτός από τις υποτιθέμενες ακουστικές ψευδαισθήσεις, οι δήθεν ασθενείς απαντούσαν με απόλυτη ειλικρίνεια σε όλες τις σχετικές με τα βιογραφικά τους στοιχεία και την προσωπική τους ζωή ερωτήσεις. Εντούτοις, σε όλες τις περιπτώσεις οι ψυχίατροι διέγνωσαν σχιζοφρένεια και σ’ αυτόν που απευθύνθηκε στο ιδιωτικό νοσοκομείο μανιοκαταθλιπτική ψύχωση. Αποφάνθηκαν επίσης ότι όλοι οι «ασθενείς» χρήζουν νοσηλείας σε ψυχιατρικό τμήμα.
Οι συνεργάτες του Ρόζενχαν αμέσως μετά την εισαγωγή τους, άρχισαν να συμπεριφέρονται φυσιολογικά, να είναι φιλικοί και συνεργάσιμοι με το προσωπικό, και να δηλώνουν σε κάθε ευκαιρία ότι αισθάνονται καλά και ότι δεν έχουν πλέον ακουστικές ψευδαισθήσεις. Παρέμειναν, παρ’ όλα αυτά, νοσηλευόμενοι από 7 έως 52 ημέρες, και όλοι τους αναγκάσθηκαν να παραδεχθούν ότι ήταν ψυχικά ασθενείς και να πάρουν ψυχοφάρμακα. Τα οποία βέβαια έφτυναν στις τουαλέτες χωρίς να γίνονται αντιληπτοί από το προσωπικό, όπως έκαναν και άλλοι νοσηλευόμενοι.
Μετά το πέρας της νοσηλείας τους έλαβαν εξιτήριο με την πανομοιότυπη διάγνωση «σχιζοφρένεια σε αποδρομή», διάγνωση η οποία κατά τον Ρόζενχαν υποδηλώνει ότι για τους ψυχιάτρους η σχιζοφρένεια δεν είναι ποτέ εντελώς θεραπεύσιμη, αλλά μπορεί μόνον να παρουσιάζει κάποιες περιοδικές υφέσεις.
Η δεύτερη φάση του πειράματος: Αν πούμε ότι είσαι σχιζοφρενής, τότε είσαι!
Αυτό που διαπίστωσε ο Ρόζενχαν από τη μελέτη των στοιχείων μετά τη νοσηλεία των συνεργατών του ήταν ότι οι εργαζόμενοι και οι γιατροί στα ιδρύματα, από τη στιγμή που κάποιος έχει διαγνωστεί με σχιζοφρένεια, μετέφραζαν τα βιογραφικά και τις μετέπειτα κινήσεις τους σύμφωνα με τις επικρατούσες αντιλήψεις της εποχής για την αιτιοπαθολογία και την φύση της σχιζοφρένειας. Τους συμπεριφέρονταν σαν σχιζοφρενείς γιατί τους βάφτισαν ως τέτοιους.
Όταν τα αποτελέσματα του πειράματος άρχισαν να γίνονται γνωστά, ένα εξειδικευμένο στην έρευνα πανεπιστημιακό νοσοκομείο προκάλεσε τον Ρόζενχαν ανακοινώνοντας επίσημα ότι κανένας συνεργάτης του καθηγητή δεν θα μπορούσε ποτέ να εξαπατήσει το δικό του προσωπικό.
Ο Ρόζενχαν ήρθε σε επαφή μαζί τους και τους πρότεινε να προσπαθήσουν να εντοπίσουν τον ή τους «ασθενείς» που θα έστελνε στους επόμενους τρεις μήνες. Εκείνοι δέχθηκαν την πρόκληση, με αποτέλεσμα το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα από τα 193 άτομα που προσήλθαν για εξέταση στο νοσοκομείο τους τα 41 να χαρακτηριστούν ως «ψευδοασθενείς» και τα 42 ως «ύποπτα προσποίησης».
Το κωμικοτραγικό όμως της υπόθεσης ήταν ότι ο Ρόζενχαν δεν είχε αποστείλει κανέναν ψευδοασθενή. Έτσι, η δεύτερη φάση της έρευνας επιβεβαίωσε πανηγυρικά τα συμπεράσματα της πρώτης: Η ψυχιατρική δεν ήταν σε θέση να διακρίνει με απόλυτη σιγουριά ένα άτομο που δεν έχει κάποια ψυχική νόσο από έναν ψυχικά ασθενή. Η ίδια η ψυχιατρική δηλαδή δεν γνώριζε δηλαδή τι ακριβώς ήταν η ψυχική αρρώστια και δεν είχε τα κατάλληλα εργαλεία για να προβεί σε διαγνώσεις.
Την υπεράσπιση της θεσμικής ψυχιατρικής απέναντι στο άρθρο του Ρόζενχαν που είχε ανάψει φωτιές ανέλαβε ο Ρόμπερτ Σπίτσερ, ερευνητής βιομετρικής στο πανεπιστήμιο Κολούμπια και πρόεδρος της επιτροπής που είχε αναλάβει να φέρει εις πέρας την τρίτη αναθεώρηση του Διαγνωστικού και στατιστικού εγχειριδίου των ψυχικών διαταραχών, την βίβλο δηλαδή της αμερικανικής ψυχιατρικής εταιρείας.
Ο Σπίτσερ κατηγόρησε τον Ρόζενχαν ότι χρησιμοποίησε μη-επιστημονικά αποδεκτές μεθόδους έρευνας (ψευδοασθενείς) και ότι έβγαλε βεβιασμένα συμπεράσματα. Παραποίησε όμως αρκετές φορές τα λεγόμενα του Ρόζενχαν και εντέχνως προσπάθησε να στρέψει την προσοχή από το πρόβλημα εγκυρότητας της ψυχιατρικής διάγνωσης στο πρόβλημα αξιοπιστίας της. Ο Σπίτσερ αναγνώριζε όμως ότι ο βαθμός αξιοπιστίας των περισσότερων ψυχιατρικών διαγνωστικών κατηγοριών ήταν μετά βίας αποδεκτός. Και αυτή ήταν η νίκη του Ρόζενχαν.
Η επανάληψη του πειράματος 40 χρόνια μετά
Το περίφημο πείραμα του Ρόζενχαν προσπάθησε να επαναλάβει 40 χρόνια μετά η ψυχολόγος και συγγραφέας εκλαϊκευμένων επιστημονικών βιβλίων Λόρεν Σλέιτερ. Η Σλέιτερ εμφανίστηκε σε οκτώ νοσοκομεία στην Αμερική λέγοντας, ότι εδώ και κάποιο διάστημα ακούει μια φωνή να της επαναλαμβάνει την λέξη «thud». Χωρίς ωστόσο να αναφέρει κανένα άλλο σύμπτωμα.
Τι παρατήρησε η Σλέιτερ στην έρευνά της;
Οι ψυχίατροι ήταν κατά κανόνα ευγενικοί απέναντί της, με ειλικρινή διάθεση να την βοηθήσουν, και πουθενά δεν συνάντησε την απαξιωτική συμπεριφορά του προσωπικού που στιγμάτιζε στην μελέτη του ο Ρόζενχαν.
Κανείς από τους ψυχιάτρους που την εξέτασαν δεν θεώρησε ότι υπήρχε αναγκαιότητα εισαγωγής της στο νοσοκομείο. Σχεδόν όλοι τους όμως «διέγνωσαν», μετά από μια σύντομη συνέντευξη που σε καμία περίπτωση δεν ξεπέρασε τα δεκατρία λεπτά, κατάθλιψη με ψυχωτικά χαρακτηριστικά ή ψυχωτική κατάθλιψη και της συνταγογράφησαν με μεγάλη ευκολία αντιψυχωτικά και αντικαταθλιπτικά φάρμακα.
Το «πείραμα» της Σλέιτερ δεν έχει τις προδιαγραφές ενός επιστημονικού πειράματος. Ωστόσο καταδεικνύει πως παρά τις όποιες προόδους, η εγκυρότητα της ψυχιατρικής διάγνωσης παραμένει και στις μέρες μας προβληματική.