Μία τεράστια κουβέντα έχει ανοίξει στη δημόσια σφαίρα με αφορμή την πανδημία του νέου κορονοϊού που έχει γονατίσει τον πλανήτη για το αν πρέπει οι εμβολιασμοί να είναι υποχρεωτικοί, σε ποιες κατηγορίες πολιτών πρέπει να χορηγούνται τα σκευάσματα και από ποιες ηλικίες και έπειτα είναι ασφαλή.
Πριν μπούμε σε συζητήσεις ατέρμονες και ατελέσφορες για το αν υπάρχει ή όχι κορονοϊός και για το αν τα εμβόλια παρέχουν (γενικότερα) προστασία ας συμφωνήσουμε ότι ιστορικά η ανθρωπότητα έχει χτυπηθεί βάναυσα από ιούς και ασθένειες τις οποίες εξάλειψε (όχι εξαφάνισε, αλλά εκμηδένισε) με τον μαζικό εμβολιασμό του πληθυσμού.
Κανείς δεν θα ήθελε να αντιμετωπίζει, για παράδειγμα, την ευλογιά ακόμα και τώρα ή την ερυθρά ή της μαγουλάδες, σε μορφή επιδημίας, με το επιχείρημα ότι «είμαστε νέοι δεν μας πιάνουν αυτά» ή «οι ασθένειες δεν είναι τόσο σοβαρές όσο τις παρουσιάζουν τα κράτη και τα ΜΜΕ». Απλά να αναφέρουμε μερικές ασθένειες, εκτός από τις παραπάνω, που έχουμε ξεχάσει, ευτυχώς, λόγω των εμβολίων: Τέτανος, ανεμοβλογιά, διφθερίτιδα, πολιομυελίτιδα, πνευμονόκοκκο, ηπατίτιδα Α και Β, φυματίωση, ιό Ρότα, κοκκύτη, ιλαρά, μηνιγγιτιδόκοκκο.
Εν μέσω της πανδημίας του κορονοϊού και στη χώρα μας αλλά και σε προηγμένα κράτη της Δύσης ή σε αναπτυσσόμενα της Ανατολής υπάρχει ένα διαρκές debate ηθικής και επιστημονικότητας πάνω στην υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού και την αυτοδιάθεση του σώματος. Υπό το πρίσμα πάντα του όρου της «δημόσιας υγείας» όπως αυτός ορίζεται από το εκάστοτε κράτος. Και οι απόψεις (και κατά συνέπεια οι πρακτικές) διίστανται από χώρα σε χώρα.
Το πρώτο (υποχρεωτικό) πρόγραμμα εμβολιασμού στην Ελλάδα και το πρώτο εγχώριο αντιεμβολιαστικό κίνημα
Το ζήτημα του εμβολιασμού αποτελούσε ιστορικά ζήτημα γοήτρου για κάθε κράτος. Με την βελτίωση της μεθόδου του εμβολιασμού από τον Edward Jenner για την αντιμετώπιση της ευλογιάς (1789), με τον δαμαλισμό και τις έρευνες των μεγάλων ερευνητών και ευεργετών της ανθρωπότητας Luis Pasteur και Robert Koch για τα εμβόλια της λύσσας (1885), της χολέρας και της φυματίωσης (στα τέλη του 19ου αιώνα), άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτοι νόμοι για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό.
Στην Ελλάδα, ο πρώτος εμβολιαστικός νόμος ψηφίστηκε το 1835 επί Όθωνα και αφορούσε την εισαγωγή του «εμβολιασμού της δαμαλίδος» για την ευλογιά. Ο νόμος καθιστούσε τον εμβολιασμό υποχρεωτικό και προέβλεπε μάλιστα ποινικές κυρώσεις για όσους δεν έκαναν το εμβόλιο. Η ευλογιά σήμερα, 200 χρόνια μετά, κηρύχθηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ως η μοναδική ασθένεια που έχει οριστικά ξεριζωθεί από όλη τη Γη.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 εμφανίστηκε εντούτοις ένα έντονα αντιεμβολιασικό κίνημα, που ξεκίνησε από μια έρευνα του 1998, η οποία συνέδεε το τριπλό εμβόλιο ερυθράς, ιλαράς, παρωτίτιδας με τον αυτισμό. Η έρευνα αυτή σύντομα αποσύρθηκε και μάλιστα αφαιρέθηκε από τον ερευνητή που την διεξήγαγε το δίπλωμα του γιατρού.
Μπορεί να τεθεί στην πραγματικότητα ζήτημα υποχρεωτικότητας ναι ή όχι και αν ναι υπό ποιες συνθήκες
Το Εργαστήριο Μελέτης Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης παίρνοντας θέση για το ζήτημα της υποχρεωτικότητας ή μη του εμβολιασμού κατά της Covid-19.
«Σήμερα», όπως αναφέρει η δημοσίευση του Εργαστηρίου, «υπάρχουν διεθνή και εθνικά νομοθετικά κείμενα, που επιβάλλουν κανόνες σχετικά με την άσκηση κάθε ιατρικής πράξης, όπως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και τη Βιοϊατρική, η γνωστή ως Σύμβαση του Οβιέδο, που κυρώθηκε με τον ν. 2619/1998, καθώς και ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας (ν. 3418/2005)».
Πρώτος κανόνας, που προκύπτει από το άρθρο 5 της Σύμβασης του Οβιέδο, είναι η κατοχύρωση της αυτονομίας του προσώπου και ο σεβασμός της ακεραιότητάς του, γεγονός που σημαίνει ότι η φυσική επέμβαση στο σώμα ενός προσώπου είναι επιτρεπτή μόνο με τη συναίνεσή του και μάλιστα μόνο μετά από πλήρη σχετική ενημέρωσή του. Το ίδιο προκύπτει και από το άρθρο 2 του Συντάγματος, που προστατεύει την αξία και την αξιοπρέπεια του προσώπου, αλλά και από το άρθρο 3 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από το οποίο συνάγεται ότι η συναίνεση του ατόμου για μια ιατρική πράξη επάνω του αποτελεί έκφραση του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού του. Μάλιστα, κατά την Διεθνή Αμνηστία, κάθε επέμβαση στο σώμα του ανθρώπου χωρίς τη θέλησή του αποτελεί βασανιστήριο.
Ως εκ τούτου συμπεραίνει το Εργαστήριο Μελέτης Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου ότι η υποχρεωτικότητα με φυσικό εξαναγκασμό είναι πράξη παράνομη.
«Κατά συνέπεια», συνεχίζει «το ζήτημα της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού στην ουσία αφορά τις έννομες συνέπειες της άρνησης εμβολιασμού. Το ζήτημα αυτό δεν είναι άγνωστο ούτε εμφανίζεται για πρώτη φορά σήμερα, εφόσον ο νηπιακός εμβολιασμός, ως προϋπόθεση για την εγγραφή των παιδιών στο σχολείο, έχει απασχολήσει επανειλημμένα την Πολιτεία, το αρμόδιο Υπουργείο Παιδείας, την Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής (2015) και πρόσφατα το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣΤΕ) στην απόφαση 2387/2020. Στην απόφαση αυτή γίνεται δεκτό ότι η αξίωση του μη εμβολιασμού (για τα νήπια) αντίκειται στην αρχή της ισότητας, επειδή κάποιος, αρνούμενος να εμβολιαστεί και επικαλούμενος ότι δεν διατρέχει ατομικό κίνδυνο, έχει το προνόμιο να διαβιώνει σε ένα ασφαλές περιβάλλον, που οφείλεται στο γεγονός ότι άλλα πρόσωπα του περιβάλλοντός του έχουν εμβολιαστεί. Με αυτό τον τρόπο σταθμίζει το δικαστήριο αφενός το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού και αφετέρου την ανάγκη προστασίας της υγείας των άλλων.
Και τούτο επειδή ο εμβολιασμός ως ιατρική πράξη συντείνει ταυτόχρονα τόσο στην ατομική προστασία του εμβολιαζομένου έναντι μιας επιδημικής νόσου (ατομική υγεία), όσο και στην προστασία της δημόσιας υγείας, με τη δημιουργία της ανοσίας της κοινότητας, αλλά και τη μείωση της πίεσης που δέχονται τα συστήματα παροχής υπηρεσιών υγείας. Εξάλλου, η αρχή της ισότητας, κατά το ΣΤΕ, επιβάλλει την ίση συμμετοχή όλων στην κοινή προσπάθεια, εφόσον από αυτή επωφελούνται όλοι, όσοι εμβολιάστηκαν αλλά και όσοι δεν εμβολιάστηκαν».
Τι ισχύει την περίοδο του κορονοϊού
Το θέμα του υποχρεωτικού εμβολιασμού, εν όψει της πανδημίας της νόσου Covid-19, προβλέπεται στον v. 4675/2020 (ΦΕΚ 54Α/11.3.2020), που ορίζει ρητά ότι: «Σε περιπτώσεις εμφάνισης κινδύνου διάδοσης μεταδοτικού νοσήματος, που ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, μπορεί να επιβάλλεται, με απόφαση του Υπουργού Υγείας μετά από γνώμη της ΕΕΔΥ (Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων Δημόσιας Υγείας), υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού με σκοπό την αποτροπή της διάδοσης της νόσου.
Με την ανωτέρω απόφαση ορίζονται η ομάδα του πληθυσμού ως προς την οποία καθίσταται υποχρεωτικός o εμβολιασμός με καθορισμένο εμβόλιο, η τυχόν καθορισμένη περιοχή υπαγωγής στην υποχρεωτικότητα, το χρονικό διάστημα ισχύος της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, το οποίο πρέπει πάντοτε να αποφασίζεται ως έκτακτο και προσωρινό μέτρο προστασίας της δημόσιας υγείας για συγκεκριμένη ομάδα του πληθυσμού, η ρύθμιση της διαδικασίας του εμβολιασμού και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια».
Από τη διάταξη αυτή συνάγεται με σαφήνεια, κατά την άποψη του Εργαστηρίου Μελέτης Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής της Νομικής Σχολής Εργαστήριο Μελέτης Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής ΑΠΘ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ότι όσο διαρκεί η πανδημία του Covid-19, το Υπουργείο Υγείας μπορεί να ορίσει ως υποχρεωτικό τον εμβολιασμό όλων των γιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού, καθώς και όλων όσοι στελεχώνουν δομές υγείας (δημόσιου και ιδιωτικού τομέα) ή δομές περίθαλψης ευπαθών ομάδων (ηλικιωμένων, ατόμων με χρόνιες παθήσεις ή ατόμων με ειδικές ανάγκες), ορίζοντας ταυτόχρονα ως άμεση συνέπεια της άρνησης εμβολιασμού τους την απομάκρυνσή τους από τον χώρο της εργασίας τους χωρίς καμία οικονομική απαίτηση.
Πότε εμβολίασαν για πρώτη φορά υποχρεωτικά τα παιδιά τους οι Αμερικάνοι και τι ισχύει τώρα στην Ευρώπη
Μέχρι το 1800, οι Αμερικανοί είχαν περάσει δεκαετίες που η μάχη τους με την ευλογιά θεωρούταν χαμένη. Καθ’ όλη τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα, οι άνθρωποι είχαν πειραματιστεί με μία παραλλαγή, η οποία συνεπαγόταν την έκθεση σε μια ουσία που είχε μολυνθεί από ευλογιά (όπως το πύον) για να χτίσει την ασυλία. Η μέθοδος υιοθετήθηκε ακόμη και από τον Τζορτζ Ουάσινγκτον για να εμβολιάσει τις δυνάμεις του κατά τη διάρκεια του Επαναστατικού Πολέμου. Και όταν το εμβόλιο της ευλογιάς του Βρετανού γιατρού Έντουαρντ Τζένερ, το οποίο χρησιμοποίησε ουσίες μολυσμένες από ευλογιά, άρχισε να κάνει τον γύρο των ΗΠΑ στις αρχές του 19ου αιώνα, τα πράγματα φαινόταν πραγματικά αισιόδοξα.
Η εφεύρεση ενός εμβολίου ήταν μόνο το μισό της μάχης. Το άλλο μισό εξασφάλιζε ότι οι άνθρωποι όντως εμβολιάστηκαν. Το 1809, η Μασαχουσέτη έγινε η πρώτη πολιτεία που ψήφισε νόμο που απαιτεί από τον γενικό πληθυσμό της να λαμβάνει το εμβόλιο. Η Βοστώνη, μια πόλη που καταστράφηκε από ευλογιά το 1721, το πήγε ένα βήμα παραπέρα το 1827, επιβάλλοντας τον εμβολιασμό στα σχολεία και η Μασαχουσέτη ακολούθησε επιβάλλοντας αυτήν την εντολή σε κρατική κλίμακα το 1855.
Στην λογική της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού κινούνται ακόμα οι ΗΠΑ εν μέσω της 2ης χρονιάς που ο πλανήτης έχει χτυπηθεί από την πανδημία.
Στην Ευρώπη Γαλλία και Ιταλία έχουν κάνει υποχρεωτικό τον εμβολιασμό των παιδιών ήδη από το 2017 ενώ η Γερμανία υιοθέτησε την τακτική «δεν κάνεις εμβόλιο, δεν έρχεσαι σχολείο» ως μέτρο αντιμετώπισης του κορονοϊού. Στην Βρετανία στον αντίποδα οι κρατικά παρεχόμενοι εμβολιασμοί δεν είναι υποχρεωτικοί για κανέναν πολίτη και υπό οποιαδήποτε συνθήκη όσο έκτακτη και αν είναι αυτοί.