Σημαντική ενίσχυση χρειάζονται οι προσπάθειες για να περιοριστεί η εξάπλωση του ιού Έμπολα στη Λιβερία, καθώς σε διαφορετική περίπτωση δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι θα πεθάνουν τους επόμενους μήνες, όπως αναφέρει μια έρευνα που δημοσιεύθηκε σήμερα.
Σχεδόν 4.900 θάνατοι έχουν καταγραφεί στη δυτική Αφρική από τον Μάρτιο, οπότε εντοπίστηκε για πρώτη φορά ο ιός Έμπολα στη Γουινέα, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ).
Η Λιβερία έχει πληγεί περισσότερο από την επιδημία με 2.705 θανάτους σε 4.665 καταγεγραμμένα κρούσματα.
Αν δεν επιταχυνθούν οι προσπάθειες περιορισμού της επιδημίας, ο ιός Έμπολα θα σκοτώσει 90.000 ανθρώπους στη Λιβερία και θα προσβάλει 171.000 ως τα μέσα Δεκεμβρίου, επισημαίνεται σε μια έρευνα που δημοσιεύθηκε στο ιατρικό περιοδικό The Lancet Infectious Diseases.
«Οι προβλέψεις μας φέρνουν στο προσκήνιο το γεγονός ότι κλείνει το περιθώριο ευκαιρίας να ελέγξουμε την επιδημία και να αποτρέψουμε έναν καταστροφικό απολογισμό νέων κρουσμάτων και θανάτων από τον ιό Έμπολα τους επόμενους μήνες», δήλωσε η Άλισον Γκάλβαρι, μια από τις γιατρούς που συνέταξαν την έρευνα.
Επιπλέον εγκαταστάσεις για την νοσηλεία ασθενών, η αύξηση του εντοπισμού νέων κρουσμάτων, σε συνδυασμό με τη διανομή προστατευτικού εξοπλισμού στα νοικοκυριά θα μπορούσαν να αποτρέψουν έως και 98.000 κρούσματα ως τα μέσα Δεκεμβρίου, επισημαίνει η έρευνα.
Χωρίς ενισχυμένες προσπάθειες για τον έλεγχο της επιδημίας, ο απολογισμός των κρουσμάτων σε εθνικό επίπεδο στη Λιβερία ενδέχεται να είναι πολύ υψηλός, υπογραμμίζεται.
Ακόμη και μια καθυστέρηση δύο εβδομάδων θα μπορούσε να περιορίσει σε μεγάλο βαθμό την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων και να έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατο δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων, σημείωσε ο Τζόζεφ Λιούναρντ, ένας άλλος συντάκτης της έρευνας.
Ο έλεγχος της επιδημίας είναι ιδιαίτερα δύσκολος στην παραγκούπολη Γουέστ Σλαμ της Μονρόβια, όπου περισσότεροι από 75.000 άνθρωποι ζουν χωρίς τρεχούμενο νερό, γεγονός που καθιστά δύσκολη της εφαρμογή της οδηγίας του ΠΟΥ προς τους πολίτες να πλένουν τα χέρια τους με νερό και σαπούνι όταν φροντίζουν ένα άρρωστο μέλος της οικογένειάς τους.