Την ώρα που μαζικοί εμβολιασμοί μεγάλου μέρους του πληθυσμού πολλών χωρών προχωρούν με γρήγορους ρυθμούς οι ειδικοί τονίζουν πως μερικά βαριά περιστατικά Covid-19 και θάνατοι από κορονοϊό θα είναι αναπόφευκτοι ακόμη και μετά τη λήξη του πανδημικού συναγερμού. Πόσοι, όμως, θάνατοι από τον φονικό ιό θα είναι αποδεκτοί σε έναν μετα-πανδημικό κόσμο;
Προς το παρόν, δεν υπάρχει ξεκάθαρη και ενιαία απάντηση, καθώς οι γνώμες διαφέρουν σχετικά με τους θανάτους από κορονοϊό που θα θεωρηθούν αναμενόμενοι σε έναν μετα-πανδημικό κόσμο, όπως οι θάνατοι από γρίπη κάθε χρόνο που γίνονται αποδεκτοί ως «αναγκαίο κακό». Η εικόνα που σταδιακά διαμορφώνεται, πάντως, είναι ότι κάθε χώρα μπορεί μελλοντικά να έχει κάπως διαφορετικά κριτήρια για το τι είναι αποδεκτό και τι όχι σε σχέση με τη θνητότητα του κορονοϊού.
Καθώς ολοένα περισσότεροι άνθρωποι εμβολιάζονται, οι επιστήμονες και οι υγειονομικές Αρχές εξετάζουν σταδιακά πώς οι κοινωνίες μπορούν να «συμβιώσουν» με τον κορονοϊό από εδώ και πέρα, καθώς αυτός δεν αναμένεται να εξαφανιστεί, και άρα ποιο είναι το αποδεκτό επίπεδο κινδύνου. Σε μερικές χώρες, όπως η Αυστραλία, αυτό το «κατώφλι» όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων είναι πολύ χαμηλό, ενώ άλλες, όπως οι ΗΠΑ, φαίνονται διατεθειμένες να πάρουν περισσότερα ρίσκα.
Οι ειδικοί λένε πως δεν υπάρχει κάποιος καθολικά αποδεκτός και συμφωνημένος αριθμός νοσηλειών και θανάτων που οι κοινωνίες θα θεωρήσουν ομόφωνα ως αποδεκτό. Αλλά σίγουρα οι περισσότερες χώρες και στο μέλλον θα κάνουν ό,τι μπορούν για να αποφύγουν δυσάρεστες καταστάσεις, όπως νοσοκομεία κατακλυσμένα από βαριά ασθενείς με Covid-19.
Ήδη οι επιστήμονες και οι ειδικοί της δημόσιας υγείας έχουν αρχίσει συζητήσεις για το αποδεκτό επίπεδο ρίσκου, αλλά αναμένεται ότι οι αποφάσεις θα επηρεαστούν από τους διαφορετικούς πολιτισμικούς, πολιτικούς, ηθικούς και άλλους παράγοντες, που διαφέρουν σημαντικά από χώρα σε χώρα.
«Κάθε χώρα θα θέσει το δικό της “κατώφλι”», δήλωσε στο «Nature» η Σιλβί Μπριάν του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, ενώ ο διακεκριμένος καθηγητής Επιδημιολογίας Μάικλ Όστερχολμ του αμερικανικού Πανεπιστημίου της Μινεσότα ανέφερε ότι «κάθε χώρα συνιστά σχεδόν άλλο ένα πείραμα δημόσιας πολιτικής».
Η γρίπη ως βαρόμετρο
Πιθανώς «βαρόμετρο» θα αποτελέσουν οι ετήσιοι θάνατοι από γρίπη, η οποία πριν την πανδημία σκότωνε 250.000 έως 500.000 ανθρώπους παγκοσμίως κάθε χρόνο. Σε κάθε χώρα η εποχική γρίπη σκοτώνει μερικές εκατοντάδες ή χιλιάδες ανθρώπους.
«Αυτό φαίνεται να είναι ένα αποδεκτό επίπεδο κινδύνου για μία κοινωνία. Οι επαναλαμβανόμενοι εμβολιασμοί, καθώς και μερικά συνεχιζόμενα μέτρα αποστασιοποίησης, μπορεί να κρατήσουν τους θανάτους από Covid-19 σε αυτό το επίπεδο», εκτίμησε ο καθηγητής Στατιστικής Ντέιβιντ Σπιγκελχάλτερ του βρετανικού Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ.
Από την άλλη πλευρά, καθώς ο κορονοϊός έχει εξαφανίσει τη γρίπη, ακούγονται ήδη φωνές μήπως δεν πρέπει οι κοινωνίες να επιστρέψουν στα προηγούμενα αποδεκτά επίπεδα θανάτων από γρίπη, αλλά να καταβάλουν περισσότερες προσπάθειες εφεξής για να την ελέγξουν. Ακόμη, η σύγκριση Covid-19 και γρίπης είναι δύσκολη, επειδή ο νέος κορονοϊός είναι πιο φονικός. Παρ’ όλα αυτά, κανένας ειδικός δεν περιμένει ότι οι θάνατοι από κορονοϊό (σήμερα περίπου 3,3 εκατομμύρια παγκοσμίως) θα πλησιάσουν τα τουλάχιστον 50 εκατομμύρια θύματα της επιδημίας γρίπης του 1918-1920.
Εκτός από τους αποδεκτούς θανάτους, πρόκληση για τις χώρες θα αποτελέσει η λεγόμενη «μακρά Covid-19», καθώς το 10% έως 20% όσων αρρωσταίνουν από τον κορονοϊό έχουν επίμονα συμπτώματα για μήνες. Ακόμη κι αν οι θάνατοι και οι νοσηλείες στις ΜΕΘ λόγω κορονοϊού θεωρηθούν ότι βρίσκονται σε αποδεκτά επίπεδα, εάν πολλοί άνθρωποι συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν παρατεταμένα προβλήματα υγείας λόγω της Covid-19, αυτό μπορεί να εκληφθεί ως ένδειξη ότι η κυκλοφορία του κορονοϊού στην κοινότητα παραμένει απαράδεκτα υψηλή, σύμφωνα με τον Άλεξ Τζέιμς του νεοζηλανδικού Πανεπιστημίου του Καντέρμπουρι.
Ένας βασικός παράγοντας, από τον οποίο θα εξαρτηθεί τι θα θεωρήσει μία χώρα ως αποδεκτό επίπεδο νοσηλειών και θανάτων από κορονοϊό, θα είναι η δυναμικότητα του συστήματος υγείας της και κυρίως η διαθεσιμότητα στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ). Εάν π.χ. στο μέλλον μία χώρα πρέπει να συνεχίσει να αναβάλει προγραμματισμένα χειρουργεία για άλλες παθήσεις, επειδή οι ΜΕΘ θα είναι πλήρεις με ασθενείς Covid-19, αυτό θα θεωρηθεί πρόβλημα, σύμφωνα με τον Τζέιμς.
Στο Ισραήλ, όπου πάνω από το 60% του πληθυσμού έχει λάβει τουλάχιστον μία δόση εμβολίου, ο υπολογιστικός βιολόγος Έραν Σίγκαλ του Ινστιτούτου Επιστημών Βάιζμαν εκτιμά ότι οι θάνατοι από Covid-19 θα σταθεροποιηθούν σε 1.000 έως 2.000 ετησίως, αριθμός που θα θεωρηθεί αποδεκτός.
Στο ψυχολογικό επίπεδο, καθώς ο κόσμος έχει κουραστεί από τα διαδοχικά lockdown και τους διάφορους περιορισμούς, διαφαίνεται πια μία τάση μεγαλύτερης προθυμίας για ανάληψη κινδύνων σε σχέση με την αρχική φάση της πανδημίας. «Η ανοχή των ανθρώπων σήμερα είναι πολύ διαφορετική», σύμφωνα με τον δρα Όστερχολμ.
Ο κορονοϊός δεν είναι πια κάτι τελείως άγνωστο, οι κίνδυνοί του έχουν γίνει πιο οριοθετημένοι, «όπλα» όπως τα εμβόλια έχουν αναπτυχθεί και πολλοί άνθρωποι εμφανίζονται πιο διατεθειμένοι να ανεχτούν πλέον ένα ορισμένο επίπεδο κινδύνου για νοσηλεία ή θάνατο, αν και το ακριβές «κατώφλι» δεν αναμένεται να είναι το ίδιο για όλους τους ανθρώπους και όλες τις χώρες.