Οι γαρίδες αποτελούν μια ξεχωριστή θαλασσινή γεύση και καταφέρνουν να συνδυάζουν μοναδικά οργανοληπτικά χαρακτηριστικά με ένα υψηλό σε θρεπτικά συστατικά περιεχόμενο.
Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα θαλασσινά οι γαρίδες περιέχουν υψηλές συγκεντρώσεις δυο μοναδικών αντιοξειδωτικών συστατικών της ασταξανθίνης και του σεληνίου.
Η ασταξανθίνη ανήκει στην ομάδα των καροτενοειδών και είναι υπεύθυνη για το χαρακτηριστικό χρώμα των γαρίδων. Η ασταξανθίνη έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας κυρίως λόγω των αντιοξειδωτικών και αντιφλεγμονωδών ιδιοτήτων της. Το παρόν καροτενοειδές φαίνεται να αναστέλλει την απελευθέρωση φλεγμονωδών μορίων, όπως είναι ο TNF-α και η IL-1β. Επίσης, μελέτες σε ζωικά μοντέλα ισχυρίζονται ότι η πρόσληψη της ασταξανθίνης μειώνει το κίνδυνο για καρκίνο του παχέος εντέρου, ενώ παράλληλα αμβλύνει τα ανοσολογικά προβλήματα που σχετίζονται με τον διαβήτη.
Οι γαρίδες σε σχέση με τα ψάρια, από τα οποία εξαιρείται ο σολομός, μπορούν να μας δώσουν τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις ασταξανθίνης.
Όσον αφορά στο σελήνιο των γαρίδων, όπως γνωρίζουμε το παρόν μεταλλικό στοιχείο αποτελεί απαραίτητο συνένζυμο για τη λειτουργία της γλουταμινικής υπεροξειδάσης (GPO). Η GPO αποτελεί ένα από τα κυριότερα αμυντικά συστήματα του οργανισμού, που μας προστατεύει από ανεπιθύμητες βλάβες που μπορούν να επιφέρουν μόρια που περιέχουν οξυγόνο.
Μάλιστα, αξιοσημείωτα είναι τα ευρήματα ορισμένων μελετών που υποστηρίζουν ότι το σελήνιο των γαρίδων είναι κατά 80-85% βιοδιαθέσιμο, δηλαδή μπορεί κατά 80-85% να απορροφηθεί μέσω της διατροφής και να εισέλθει στις μεταβολικές πορείες του οργανισμού μας. Η έλλειψη σεληνίου έχει συσχετιστεί με εμφάνιση προβλημάτων στη λειτουργία των πνευμόνων και της καρδιάς, ενώ επίσης η έλλειψή του έχει συσχετιστεί με προβλήματα στη γνωστική λειτουργία και με εμφάνιση κατάθλιψης.
Οι γαρίδες αποτελούν αναμφισβήτητα μια υψηλής θρεπτικής αξίας επιλογή και μπορούν να έχουν θέση στο πλαίσιο μιας ισορροπημένης διατροφής, που συνδυάζει ποιότητα και γευστικότητα.
Πηγή: neadiatrofis.gr