Δύο νέες μεγάλες επιστημονικές έρευνες, από τις οποίες η μία είναι καναδική και κάλυψε 52 χώρες, ενώ η άλλη προέρχεται από τη Σκανδιναβία, δείχνουν ότι η χαμηλή έως μέτρια κατανάλωση αλκοόλ μειώνει τον κίνδυνο εμφράγματος και γενικότερα καρδιαγγειακών προβλημάτων.
Παραμένει πάντως ασαφές κατά πόσο όλα τα είδη αλκοόλ παρέχουν τα ίδια οφέλη, πράγμα που πρέπει να διευκρινιστεί με περαιτέρω μελέτες. Σε κάθε περίπτωση, και οι δύο νέες έρευνες συμφωνούν, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters ότι η αυξημένη κατανάλωση αλκοόλ, πέρα από το μέτριο επίπεδο, αυξάνει τον κίνδυνο.
«Υπάρχουν πλέον αδιάψευστα στοιχεία ότι το αλκοόλ, όταν καταναλώνεται σε τακτική βάση και σε μικρές ποσότητες (έως ένα ποτήρι την ημέρα για τις γυναίκες και δύο για τους άνδρες) παρέχει προστασία έναντι των καρδιαγγειακών παθήσεων. Όμως η τακτική κατανάλωση άνω των τεσσάρων έως πέντε ποτών ημερησίως, καθώς και η κατά περιόδους βαριά κατανάλωση, έχουν τα αντίθετα αποτελέσματα», σχολίασαν σε κύριο άρθρο τους στο ιατρικό περιοδικό «Circulation» οι αυστριακοί νευρολόγοι Στέφαν Κιχλ και Γιόχαν Βιλέιτ του Ιατρικού Πανεπιστημίου του Ίνσμπρουκ.
Η πρώτη έρευνα, με επικεφαλής τον δρα Ντάριλ Λέονγκ του Πανεπιστημίου ΜακΜάστερ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ίδιο περιοδικό, ανέλυσαν στοιχεία από 52 χώρες, συγκρίνοντας 12.000 περιπτώσεις πρώτου εμφράγματος με 15.000 ανθρώπους χωρίς ιστορικό εμφράγματος. Η ανάλυση έδειξε ότι η λελογισμένη κατανάλωση αλκοόλ μειώνει 13% κατά μέσο όρο τον κίνδυνο εμφράγματος, σε σχέση με όσους δεν πίνουν καθόλου. Η κατανάλωση έξι ή περισσότερων ποτών μέσα στο προηγούμενο 24ωρο αυξάνει κατά 40% τον κίνδυνο εμφράγματος, ιδίως για τους ανθρώπους άνω των 65 ετών.
Ο Ντάριλ Λέονγκ επεσήμανε ότι, παρά τα νέα ευρήματα, χρειάζεται επιφύλαξη «προτού συστήσει κανείς την χαμηλή έως μέτρια κατανάλωση αλκοόλ ως ενδεδειγμένη, με δεδομένο ότι το αλκοόλ μπορεί να μην δρα προστατευτικά για όλους τους ανθρώπους, ενώ επίσης εμπλέκεται ως παράγων κινδύνου σε μερικούς καρκίνους. Πάντως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η βαριά κατανάλωση πρέπει να αποφεύγεται». Πρόσθεσε, επίσης, ότι «δεν ξέρουμε αν σε ατομικό επίπεδο υπάρχει κάποιο όριο ασφαλούς χρήσης του αλκοόλ, πράγμα που απαιτεί περαιτέρω μελέτη».
Η δεύτερη έρευνα, με επικεφαλής τον Ότο Στάκελμπεργκ του Ινστιτούτου Περιβαλλοντικής Ιατρικής του ιατρικού πανεπιστημίου Καρολίνσκα της Στοκχόλμης, μελέτησε στοιχεία για περίπου 70.000 άνδρες και γυναίκες άνω των 45 ετών, τα οποία αφορούσαν την περίοδο 1998 – 2011. Οι ερευνητές συσχέτισαν την κατανάλωση αλκοόλ με την πιθανότητα εμφάνισης ανευρύσματος της κοιλιακής αορτής, μίας θανατηφόρας πάθησης της βασικής αρτηρίας της καρδιάς, η οποία συχνότερα εμφανίζεται σε άνδρες άνω των 60 ετών.
Η σουηδική έρευνα έδειξε ότι όσοι άνδρες πίνουν τέσσερα έως έξι ποτήρια αλκοόλ την εβδομάδα, έχουν κατά μέσο όρο 20% μικρότερη πιθανότητα να πάθουν ανεύρυσμα της κοιλιακής αορτής, ενώ οι γυναίκες ακόμη λιγότερο κίνδυνο (μείωση 44%), σε σχέση με τους ανθρώπους που πίνουν λιγότερα από ένα έως δύο ποτήρια αλκοόλ την εβδομάδα.
Ο κίνδυνος συνεχίζει να είναι μειωμένος με την κατανάλωση έως δέκα ποτηριών εβδομαδιαίως από τους άνδρες και πέντε από τις γυναίκες. Μεταξύ των διαφόρων αλκοολούχων ποτών, η μπύρα και το κρασί φαίνεται να μειώνουν περισσότερο τον κίνδυνο.
Πάντως, όπως και ο Ντάριλ Λέοντ, ο Ότο Στάκελμπεργκ δήλωσε επιφυλακτικά ότι «δεν συμβούλευα κανέναν να αρχίσει να πίνει αλκοόλ, αν δεν το κάνει ήδη. Πάντως μια χαμηλή έως μέτρια κατανάλωση δεν φαίνεται να βλάπτει τους περισσότερους ανθρώπους, έτσι ούτε θα αποθάρρυνα εκείνους που θέλουν να πιούν λιγάκι με το φαγητό τους».