Τα μικρά παιδιά που περνούν πολύ χρόνο βλέποντας τηλεόραση ή κοιτάζονταςεικονογραφημένα βιβλία είναι λιγότερο χαρούμενα, συγκριτικά με εκείνα που ασχολούνται με άλλες πιο ενεργητικές δραστηριότητες, όπως για παράδειγμα η ζωγραφική.
Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα, τέτοιου είδους παθητικές δραστηριότητες δεν προσφέρουν ούτε ικανοποίηση στα παιδιά, αλλά ούτε ενισχύουν τις ικανότητες/δεξιότητές τους.
Ειδικά η τηλεόραση έχει αρνητικές επιδράσεις στα επίπεδα ευτυχίας και χαράς που βιώνουν τα παιδιά, κι αυτό γιατί συνεπάγεται ελάχιστη αλληλεπίδραση, αναφέρουν ερευνητές από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και Ανοιχτό Πανεπιστήμιο της Μ. Βρετανίας.
Αντίθετα, τα παιδιά που συμμετέχουν ενεργά σε παιχνίδια, αναπτύσσουν καλύτερα τις κινητικές δεξιότητές τους και την ομιλία τους και είναι πιο ευτυχισμένα.
Ειδικοί οικονομικοί αναλυτές ανέλυσαν δεδομένα (German Household Survey 2007-10) από περισσότερα από 800 παιδιά ηλικίας δύο και τριών ετών. Οι ερευνητές μίλησαν και με τις μητέρες των παιδιών από τις οποίες ζήτησαν να καταγράψουν σε ποιες δραστηριότητες συμμετείχαν τα παιδιά τους.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, οι ενεργητικές δραστηριότητες βοηθούσαν την ανάπτυξη των παιδιών. Για παράδειγμα, η ζωγραφική και τα τεχνικά οδηγούσε σε βελτίωση των κινητικών τους δεξιοτήτων, ενώ το διάβασμα, η αφήγηση ιστοριών και το τραγούδι ενίσχυε την ικανότητα ομιλίας.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ακόμη, ότι τα παιδιά που συμμετείχαν σε ενεργές δραστηριότητες με τους γονείς τους ήταν επίσης πιο χαρούμενα, γράφει η Sarah Harris στη βρετανική εφημερίδα Daily Mail.
Οι παθητικές δραστηριότητες, όπως το να κοιτάζουν εικονογραφημένα βιβλία ή να βλέπουν τηλεόραση μαζί με τους γονείς τους δε συνέβαλε στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων και των επιπέδων ευτυχίας των παιδιών.
Μάλιστα, η πολλή τηλεόραση είχε αρνητικές επιδράσεις στα επίπεδα ευτυχίας των παιδιών. «Όσο πιο πολλή τηλεόραση βλέπει κανείς, τόσο λιγότερο χρόνο έχει στη διάθεσή του για να κάνει άλλα πράγματα, που θα μπορούσαν να συμβάλλουν τόσο στην ανάπτυξη, όσο και την ευτυχία του» ανέφερε ο καθηγητής Dr Laurence Roope από το ερευνητικό κέντρο Health Economics Research Centre του πανεπιστημίου της Οξφόρδης.