Εκατομμύρια άτομα σε όλο τον κόσμο πάσχουν από επιληψία, μία εγκεφαλική διαταραχή που συμβαίνει παγκοσμίως και είναι από τις παλαιότερες που είναι γνωστές στον άνθρωπο.
Μία επιληπτική κρίση δεν σημαίνει απαραίτητα και νόσο της επιληψίας, όταν όμως οι κρίσεις επαναλαμβάνονται, τότε το άτομο πρέπει να τεθεί σε θεραπεία από ειδικούς επιστήμονες. Το 10% του πληθυσμού θα βιώσει στη ζωή του επεισόδιο απώλειας συνείδησης, ενώ μόνο ένα 3% του συνόλου θα έχει επιληπτική κρίση και από αυτούς το 50% θα υποστεί και επόμενη κρίση στην επόμενη διετία.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, απαντήσεις σε ερωτήματα που αφορούν αυτήν την εγκεφαλική διαταραχή θα δοθούν στο συνέδριο με θέμα «Επιληψία», που θα πραγματοποιηθεί από τις 15 έως τις 16 Φεβρουαρίου 2014, στο ξενοδοχείο Makedonia Palace, στη Θεσσαλονίκη.
Το Συνέδριο διοργανώνεται από το Τμήμα Κλινικής Νευροφυσιολογίας- Επιληψίας του Γενικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης «Γ. Παπανικολάου»- Διασυνδεόμενου Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης και πραγματοποιείται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Διασυνοριακού Προγράμματος «Epilepsy Spectrum».
Τα παροξυσμικά επεισόδια στα παιδιά δεν είναι επιληψία
Περίπου 6 στα 1000 παιδιά σχολικής ηλικίας παρουσιάζουν επιληψία. Ωστόσο, στην παιδική ηλικία, λόγω πολλών κοινών συμπτωμάτων, τα παροξυσμικά επεισόδια μπορεί να οδηγήσουν σε λανθασμένη διάγνωση.
Όπως αναφέρει, σε ανακοίνωση που θα παρουσιάσει στο συνέδριο, ο επίκουρος καθηγητής Παιδιατρικής- Παιδιατρικής Νευρολογίας ΑΠΘ, Ευάγγελος Παύλου, η λανθασμένη διάγνωση της επιληψίας σε παιδιά αποτελεί ένα σοβαρό πρόβλημα με ιατρικές και κοινωνικές επιπτώσεις.
«Διάφορες διαταραχές παροξυσμικού τύπου, κινητικές ή αισθητικές, συχνά μιμούνται επιληπτικές κρίσεις και δημιουργούν διαφοροδιαγνωστικό πρόβλημα. Η διαφορική διάγνωση των διαταραχών αυτών από τις επιληπτικές κρίσεις είναι αρκετές φορές ιδιαίτερα δυσχερής, λόγω πολλών κοινών συμπτωμάτων που παρουσιάζουν μεταξύ τους.
Τα μη επιληπτικά παροξυσμικά επεισόδια συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της ημέρας ή της νύχτας, συνοδεύονται ή όχι με διαταραχές του επιπέδου συνείδησης, ενώ είναι πιθανόν να συνυπάρχουν ή όχι με γνωστή επιληψία.
Παρατηρούνται σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, με διαφοροποίηση στο είδος ανάλογα με την ηλικία.
Στην παιδική ηλικία κυριαρχούν τα επεισόδια προσήλωσης βλέμματος, τα συγκοπικά επεισόδια, οι κρίσεις κατακράτησης αναπνοής, η επιπλεγμένη ημικρανία, παροξυσμικές δυσκινησίες, η ναρκοληψία και οι παραϋπνίες. Αντιθέτως, στους ενήλικες επικρατούν τα ψυχογενή μη επιληπτικά επεισόδια καθώς και τα παροξυσμικά επεισόδια καρδιακής αιτιολογίας.
Τα παροξυσμικά αυτά φαινόμενα, αν και έχουν κοινά χαρακτηριστικά με τις επιληπτικές κρίσεις, δεν προέρχονται από νευρωνικές εκφορτίσεις, όπως συμβαίνει με τις επιληπτικές κρίσεις, και κατά συνέπεια χρήζουν διαφορετικής θεραπευτικής αντιμετώπισης» αναφέρει στην ανακοίνωσή του ο κ. Παύλου.
Μπορούν να τεκνοποιήσουν οι επιληπτικές γυναίκες;
Το αν οι γυναίκες με επιληψία μπορούν να τεκνοποιήσουν είναι ένα από τα ερωτήματα στα οποία θα δοθούν απαντήσεις στη διάρκεια του συνεδρίου. Οι νευρολόγοι υποστηρίζουν πως οι γυναίκες με επιληψία μπορούν να τεκνοποιήσουν πάντα, όμως, με την επίβλεψη του ειδικού. Όπως επισημαίνει η νευρολόγος Ευαγγελία Δημητρακούδη, η επιληψία δεν αποτελεί αντένδειξη για εγκυμοσύνη.
«Το 94% των γυναικών με επιληψία μπορούν να γεννήσουν ένα φυσιολογικό παιδί. Δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για αλλαγή στην συχνότητα των κρίσεων ή για αυξημένο κίνδυνο status epilepticus σε γυναίκες με επιληψία, ωστόσο παράγοντες που δυνητικά αυξάνουν τη συχνότητα των κρίσεων είναι η μη συμμόρφωση με τη θεραπεία, οι αλλαγές στη φαρμακοκινητική των αντιεπιληπτικών φαρμάκων κατά την κύηση, η στέρηση ύπνου και οι εμετοί» επισημαίνει η κ. Δημητρακούδη στην ανακοίνωση που θα παρουσιάσει στο συνέδριο.
Σύμφωνα με την ίδια, οι γενικευμένες τονικοκλονικές (σπασμωδικές) κρίσεις συνδέονται με μητρική και εμβρυϊκή υποξία-οξέωση, επιβράδυνση του καρδιακού ρυθμού του εμβρύου, πιθανή αποβολή και εμβρυϊκό θάνατο, ενώ επιληπτικές εστιακές κρίσεις χωρίς σπασμούς, μπορεί να οδηγήσουν σε τραυματισμό, πρόωρη ρήξη εμβρυϊκών υμένων, πρόωρο τοκετό ή αποβολή.
Ο κίνδυνος πρόωρων συσπάσεων και πρόωρου τοκετού στις επιληπτικές εγκύους είναι μέτρια αυξημένος. Ο κίνδυνος είναι δύο φορές μεγαλύτερος από το αναμενόμενο για νεογνά που είναι μικρά για την ηλικία γέννησης καθώς και για τα νεογνά με παθολογική κλίμακα Αpgar (δηλαδή αξιολόγηση: της αναπνοής για να διαπιστωθεί η ωριμότητα των πνευμόνων, των κινήσεων για να διαπιστωθεί η ύπαρξη ή όχι μυϊκού τόνου, του χρώματος του δέρματος για να διαπιστωθεί, αν οι πνεύμονες εφοδιάζουν το αίμα με οξυγόνο και αντανακλαστικών για να διαπιστωθεί αν το βρέφος αντιδρά στα ερεθίσματα).
«Η αντιεπιληπτική αγωγή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι μια επισφαλής εξισορρόπηση μεταξύ των κινδύνων τερατογένεσης από τα αντιεπιληπτικά φάρμακα και διατήρησης του ελέγχου των κρίσεων. Τα αντιεπιληπτικά φάρμακα μπορούν να προκαλέσουν δυνητικά ανατομικές και νευροαναπτυξιακές διαταραχές.
Παράγοντες τερατογένεσης αποτελούν η συσσώρευση τοξικών μεταβολιτών (εποξείδια), η διαταραχή στον μεταβολισμό του φυλλικού οξέος καθώς και γενετικοί παράγοντες. O κίνδυνος για συγγενείς ανωμαλίες είναι κυρίως το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, όπου γίνεται η οργανογένεση του εμβρύου» αναφέρει -μεταξύ άλλων- στην ανακοίνωσή της η κ. Δημητρακούδη.
Οι συστάσεις της κ. Δημητρακούδη στις γυναίκες με επιληψία είναι:
– Να ενημερώνονται για τις δυνητικές ανεπιθύμητες ενέργειες των κρίσεων στην εγκυμοσύνη καθώς και για τη δυνητικά τερατογόνο δράση των αντιεπιληπτικών φαρμάκων (προγραμματισμός αντισύλληψης & εγκυμοσύνης).
– Οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας που παίρνουν αντιεπιληπτικά φάρμακα να παίρνουν φυλλικό οξύ πριν από τη σύλληψη.
– Πριν από την εγκυμοσύνη πρέπει να γίνεται επαναπροσδιορισμός της ανάγκης συνέχισης της αντιεπιληπτικής αγωγής, ρύθμιση της δόσης, προσδιορισμός των ιδανικών επίπεδων αναφοράς του φαρμάκου, προσπάθεια για μονοθεραπεία στις γυναίκες που παίρνουν περισσότερα από ένα αντιεπιληπτικά φάρμακα.
– Κατά την εγκυμοσύνη να γίνεται λεπτομερής προγεννετικός έλεγχος με διακολπικό υπερηχογράφημα πρώιμα, προσδιορισμός επιπέδων της αλφα-φετοπρωτεΐνη (AFP) στον ορό της εγκύου και αργότερα υπερηχογραφήματα υψηλής ευκρινείας (Level ΙΙ ).
«Οι περισσότερες γυναίκες έχουν έναν φυσιολογικό τοκετό και πρέπει να συνεχίζουν τη συνήθη, από στόματος, αντιεπιληπτική αγωγή, ενώ 3-4% αυτών μπορεί να παρουσιάσουν επιληπτική κρίση κατά τον τοκετό.
Οι κρίσεις αυτές αντιμετωπίζονται με βενζοδιαζεπίνες παρεντερικά, ενώ αν επιμείνουν ο τοκετός γίνεται με καισαρική τομή. Τα επίπεδα των περισσοτέρων αντιεπιληπτικών φαρμάκων σταδιακά αυξάνονται μετά τον τοκετό, ενώ τα περισσότερα νεογνά γυναικών με επιληψία μπορούν να θηλάσουν χωρίς προβλήματα» καταλήγει η κ. Δημητρακούδη.