Η Lera Boroditsky, αναπληρώτρια καθηγήτρια ψυχολογίας και γνωστικών επιστημών στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Σαν Ντιέγκο, έκανε κάποτε ένα απλό πείραμα: ζήτησε από μερικούς εθελοντές να κλείσουν τα μάτια τους και να δείξουν με το δάχτυλο του χεριού τους προς τα νοτιοανατολικά.
Ένα δωμάτιο γεμάτο με διακεκριμένους καθηγητές από τις ΗΠΑ άρχισε να δείχνει προς κάθε δυνατή κατεύθυνση. Μόνο μερικά κορίτσια ιθαγενών ηλικίας μόλις πέντε ετών από την Αυστραλία έδειξαν προς τη σωστή κατεύθυνση.
Σύμφωνα με την ίδια, όπως αναφέρει σε δημοσίευμά του στο npr.org ο Alan Yu, στη γλώσσα των Αβοριγίνων δεν υπάρχει η έννοια «αριστερά» ή «δεξιά». Αντίθετα, χρησιμοποιούν τα σημεία του ορίζοντα ως σημεία αναφοράς και λένε για παράδειγμα: «το κορίτσι στα ανατολικά σου είναι η αδερφή μου».
Αν λοιπόν κανείς θέλει να μάθει καλά μια ξένη γλώσσα και να αποκτήσει ευχέρεια σε αυτή, μπορεί να χρειαστεί να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, ειδικά σε ό,τι αφορά τον τρόπο με τον οποίο κατηγοριοποιεί μερικά πράγματα και τον τρόπο που τα παρατηρεί.
Οι ερευνητές έχουν αρχίσει να μελετούν τον τρόπο με τον οποίο συμβαίνουν αυτές οι αλλαγές, λέει η καθηγήτρια εφαρμοσμένης γλωσσολογίας στο πανεπιστήμιο Temple, Aneta Pavlenko και συγγραφέας ενός βιβλίου γύρω από τη διγλωσσία.
Αν οι άνθρωποι που μιλούν διαφορετικές γλώσσες χρειάζεται να κατηγοριοποιούν ή να παρατηρούν τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο, τότε οι δίγλωσσοι θα πρέπει να αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο εστιάζουν στα πράγματα ανάλογα με τη γλώσσα που χρησιμοποιούν.
«Όντως, αυτό ακριβώς είναι που συμβαίνει» υποστηρίζει η Pavlenko.
Για παράδειγμα, στα αγγλικά υπάρχουν διαφορετικές λέξεις για τις κούπες και τα γυάλινα ποτήρια, όμως στα ρώσικα η διαφορά ανάμεσα στη λέξη chashka (κούπα) και stakan (ποτήρι) βασίζεται στο σχήμα και όχι στο υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένο ένα αντικείμενο.
Βασιζόμενη στην έρευνά της, η Pavlenko άρχισε να διδάσκει σε δασκάλους ξένων γλωσσών, πώς να βοηθούν τους αγγλόφωνους μαθητές τους να κατηγοριοποιούν αντικείμενα, όπως ακριβώς συμβαίνει με τη ρώσικη γλώσσα.
Αν οι αγγλόφωνοι μαθητές των ρώσικων έπρεπε να ταξινομούν τις κούπες και τα ποτήρια σε διαφορετικές κατηγορίες, στη συνέχεια να τις κατηγοριοποιούν εκ νέου σε chashka και stakan, θα έπρεπε να μπορούν να κατατάξουν αυτά τα αντικείμενα με διαφορετικό τρόπο. Η ίδια λέει ότι οι δάσκαλοι γλώσσας μπορούν να δοκιμάζουν τέτοιου είδους ασκήσεις με τους μαθητές τους, αντί να προσπαθούν να αποστηθίζουν λέξεις.
«Με αυτόν τον τρόπο ένιωσαν ότι πήγαν ένα βήμα μπροστά, ότι έκαναν κάτι διαφορετικό από το να διδάσκουν προφορά, γραμματική και ασκήσεις τύπου “κάνε ό,τι έκανες και παραπάνω”».
Η ίδια υποστηρίζει ακόμη ότι η μητρική γλώσσα του καθενός μπορεί να επηρεάζει τη μνήμη του.
Φέρνοντας ως παράδειγμα το μυθιστοριογράφο Vladimir Nabokov, ο οποίος μιλούσε αγγλικά, γαλλικά και ρώσικα, είπε: «Δημοσίευσε ένα βιβλίο στα αγγλικά και όταν ένας άλλος οίκος τού ζήτησε να γράψει ένα στα ρώσικα… δέχτηκε, σκεπτόμενος ότι απλά θα μετέφραζε τα πρώτα του απομνημονεύματα».
«Όταν ο Nabokov άρχισε να το μεταφράζει στα ρώσικα, θυμήθηκε πολλά πράγματα που δεν είχε αναφέρει όταν έγραφε στα αγγλικά και έτσι, προέκυψε -κατά κάποιο τρόπο- ένα διαφορετικό βιβλίο» πρόσθεσε.
H Boroditsky μελέτησε ακόμη τις διαφορές σε αυτά που θυμόντουσαν οι εθελοντές όταν χρησιμοποιούσαν την αγγλική, που δεν αναφέρει πάντα την πρόθεση μιας δράσης, ενώ για παράδειγμα στα ισπανικά ισχύει, αναφέρει το δημοσίευμα. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε διαφορές στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι θυμούνται κάτι που είδαν, κάτι που θα μπορούσε να είναι δυνητικά πολύ σημαντικό στην κατάθεση ενός μάρτυρα, λέει η ίδια.
Ο γλωσσολόγος του πανεπιστημίου Columbia John McWhorter, ωστόσο, έχει διαφορετική γνώμη. Ο ίδιος αναγνωρίζει αυτές τις μικρές διαφοροποιήσεις, όμως λέει ότι δεν έχουν πραγματικά καμία σημασία. «Τα πειράματα δείχνουν ότι υπάρχουν αυτές οι μικροσκοπικές διαφορές, όμως τίποτε δεν έχει αποδείξει ότι η γλώσσα επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο επεξεργαζόμαστε τη ζωή. Δεν λειτουργεί έτσι» εξήγησε.
Ο ίδιος αποκαλεί αυτό το φαινόμενο ως «η φάρσα της γλώσσας» και φέρνει ως παράδειγμα τους σύγχρονους ομιλητές μιας γλώσσας των Μάγια, οι οποίοι επίσης χρησιμοποιούν τα σημεία του ορίζοντα όταν αναφέρονται σε κατευθύνσεις, αντί να λένε «δεξιά ή αριστερά».
Οι ερευνητές ζήτησαν από τους ανθρώπους αυτούς, οι περισσότεροι από τους οποίους γνώριζαν μόνο αυτή τη γλώσσα, να κάνουν μερικές ασκήσεις όπως για παράδειγμα να απομνημονεύσουν πώς μια μπάλα κινείται μέσα σε ένα λαβύρινθο, κάτι που θα ήταν πολύ πιο εύκολο με τις έννοιες «δεξιά και αριστερά». Κι όμως οι συμμετέχοντες ήταν εξίσου καλοί και ίσως ακόμη καλύτεροι και δεν περιορίστηκαν στην περιγραφή από τη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν.
Η Boroditsky έχει διαφορετική άποψη.
Η ίδια υποστηρίζει ότι τα αντιπαραδείγματα αυτά το μόνο που αποδεικνύουν είναι ότι η γλώσσα δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας που επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο παρατηρούμε τον κόσμο γύρω μας.
Όπως το να σπουδάζει κανείς να γίνει γιατρός ή πιλότος –λέει- έτσι και η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας μπορεί να μας αλλάξει και αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να μάθουμε αυτές τις αλλαγές, όπως κάθε άλλη δεξιότητα.
«Είναι σαν ένα πολύ εντατικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Δεν υπάρχει τίποτε το εξωτικό στις επιπτώσεις που έχει η γλώσσα στη γνωστική λειτουργία. Είναι ακριβώς οι ίδιες με αυτές που έχει οποιαδήποτε εκμάθηση» κατέληξε.