Για πράγματα που έκανε αλλά και άλλα που δεν έκανε, για πράγματα που καθυστέρησε να κάνει και άλλα που δεν έπρεπε να κάνει, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας βρίσκεται στο προσκήνιο εδώ και μήνες, ειδικά από την εμφάνιση του κορονοϊού, τον περασμένο Δεκέμβριο.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κατηγορείται από τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι τελεί υπό την επιρροή της Κίνας, η οποία βαρύνεται από τις υποψίες της Ουάσινγκτον ότι ευθύνεται για την πανδημία έπειτα από ατύχημα στο Ιολογικό Ινστιτούτο της Ουχάν και ότι φρόντισε να αποκρύψει τον κίνδυνο.
Η πρώτη εστία της επιδημίας στη Ουχάν
Στις 31 Δεκεμβρίου 2019, η Κίνα αποκαλύπτει την ύπαρξη μίας εστίας περιστατικών πνευμονίας στην πόλη Ουχάν, της επαρχίας Χουμπέι. Συνολικά, έχουν καταγραφεί 44 κρούσματα, ανάμεσά τους και 11 που πάσχουν από οξεία μορφή της νόσου.
Την 1η Ιανουαρίου 2020, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας συστήνει στην έδρα του στην Γενεύη ένα κέντρο διαχείρισης κρίσης, θέτοντας σε συναγερμό τον οργανισμό.
Στις 4 Ιανουαρίου, ο ΠΟΥ ανακοινώνει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης την ύπαρξη εστίας πνευμονίας – χωρίς θάνατο – στην πόλη Ουχάν.
Στις 5 Ιανουαρίου δίνει στην δημοσιότητα την πρώτη ανακοίνωση για τον νέο ιό.
Στις 10 Ιανουαρίου, ο ΠΟΥ δημοσιεύει τεχνική οδηγία που απευθύνεται στις 194 χώρες μέλη για την διάγνωση και την διαχείριση πιθανών κρουσμάτων. Εκείνη την στιγμή τα επιστημονικά δεδομένα δημιουργούν την εντύπωση ότι «η πιθανότητα για μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο είναι από μηδενική έως περιορισμένη», σύμφωνα με τον ΠΟΥ.
Πρώτα κρούσματα στο εξωτερικό
Στις 11 Ιανουαρίου, η Κίνα κοινοποιεί στον ΠΟΥ την γενετική ακολουθία του νέου κορονοϊού.
Στις 13 Ιανουαρίου, η Ταϊλάνδη ανακοινώνει το πρώτο εισαγόμενο κρούσμα στο έδαφός της.
Στις 14 Ιανουαρίου, η Maria van Kerkhove, επιδημιολόγος και εκ των υπευθύνων για την διαχείριση της επιδημίας στον ΠΟΥ, παραδέχεται κατά την διάρκεια συνέντευξης Τύπου μία «πιθανότητα μετάδοσης από άνθρωπο σε άνθρωπο, αλλά περιορισμένη» και ότι υπάρχει κίνδυνος εξάπλωσης της επιδημίας. Ο ΠΟΥ διευκρινίζει ότι οι παρατηρήσεις στηρίζονται σε 41 επιβεβαιωμένα κρούσματα, «κυρίως μέλη του ίδιου οικογενειακού περιβάλλοντος».
Στις 20 και 21 Ιανουαρίου, εμπειρογνώμονες του ΠΟΥ από την Κίνα και την περιοχή του Δυτικού Ειρηνικού μεταβαίνουν στην Ουχάν.
Στις 22 Ιανουαρίου διαπιστώνουν ότι υπάρχει μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο στην Γουχάν, σε περίπτωση στενής επαφής εντός του πυρήνα της οικογένειας ή στο πλαίσιο παροχής ιατρικής φροντίδας, αλλά «περαιτέρω έρευνες είναι αναγκαίες για την κατανόηση του πλήρους μηχανισμού της μετάδοσης».
Στις 22 και 23 Ιανουαρίου, ο διευθυντής του ΠΟΥ Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγέσους συγκαλεί επείγουσα συνεδρίαση της επιτροπής κρίσης, που απαρτίζεται από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, για να εξετασθεί εάν υπάρχει ανάγκη για την κήρυξη «κατάσταση έκτακτης για την δημόσια υγεία σε διεθνές επίπεδο». Στην επιτροπή δεν εξασφαλίζεται συναίνεση και ορίζεται νέα συνεδρίαση σε δέκα ημέρες.
Στις 28 Ιανουαρίου μία αντιπροσωπεία του ΠΟΥ υπό τον Τέντρος αναχωρεί για την Κίνα. Ο ΠΟΥ και ο πρόεδρος της Κίνας Σι Τζινπίνγκ συμφωνούν για την αποστολή επί τόπου διεθνούς επιστημονικής ομάδας.
Από την έκτακτη ανάγκη στην πανδημία
Στις 30 Ιανουαρίου, ο ΠΟΥ κηρύσσει την επιδημία του νέου κορονοϊού «έκτακτη ανάγκη δημόσιας υγείας σε διεθνές επίπεδο».
Από τις 16 έως τι 24 Φεβρουαρίου, επιστημονική αποστολή με ειδικούς από τις ΗΠΑ, την Κίνα, την Γερμανία, την Ιαπωνία, την Νότια Κορέα, την Νιγηρία, την Ρωσία την Σιγκαπούρη και τον Καναδά φθάνει στην Ουχάν.
Στις 24 Φεβρουαρίου, ομάδα ειδικών του ΠΟΥ και του ECDC (Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων) φθάνει στην Ιταλία, η οποία μέλλει να εξελιχθεί , μετά την Κίνα, σε επίκεντρο της επιδημίας στον κόσμο.
Στις 11 Μαρτίου, ο ΠΟΥ κηρύσσει πανδημία, ωστόσο τονίζει ότι «το 90% των κρουσμάτων απαντάται σε τέσσερις μόνο χώρες, ότι 81 χώρες δεν έχουν αναφέρει κανέναν κρούσμα και 57 χώρες έχουν αναφέρει 10 ή λιγότερα κρούσματα».
Στις 9 Απριλίου, ο ΠΟΥ δημοσιεύει χρονολόγιο των δηλώσεών του για να απαντήσει σε επικρίσεις που του απευθύνονται για καθυστερημένη αντίδραση.
Στις 24 Απριλίου, ο ΠΟΥ απευθύνει έκκληση στις χώρες μέλη για επιτάχυνση της ανάπτυξης, την παραγωγής και της διάθεσης θεραπειών και εμβολίων και την διασφάλιση οικουμενικής πρόσβασης σε αυτά.
Στις 27 Απριλίου, ο ΠΟΥ απευθύνει έκκληση στις χώρες που αρχίζουν να αίρουν τα μέτρα της καραντίνας να κάνουν διαγνωστικά τεστ, να απομονώνουν και να αντιμετωπίζουν τα περιστατικά διασφαλίζοντας ότι τηρούνται τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης, προειδοποιώντας για τον κίνδυνο δεύτερου κύματος της επιδημίας Covid-19.
Στις 14 Μαΐου, ο ΠΟΥ κάνει την εκτίμηση ότι ο νέος κορονοϊός είναι πιθανόν «να μην εξαφανισθεί ποτέ» και να εξελιχθεί σε μία νόσο με την οποία θα πρέπει να μάθει να ζει η ανθρωπότητα.