Η βασική δομή των ανθρώπινων πληθυσμών άλλαξε δύο φορές στην εξελικτική ιστορία. Η δεύτερη φορά ήταν πριν από 150 χρόνια, όταν διπλασιάστηκε ο μέσος όρος ζωής στα περισσότερα μέρη του κόσμου. Η πρώτη φορά ήταν στην Παλαιολιθική εποχή, δηλαδή περίπου 30.000 χρόνια πριν. Τότε ήταν που… εμφανίστηκαν οι «ηλικιωμένοι».
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας του ανθρώπινου είδους, ήταν εξαιρετικά σπάνιο τα άτομα να ζουν περισσότερα από 30 χρόνια. Οι παλαιοντολόγοι μπορούν πια να εξετάζοντας τα δόντια να εκτιμήσουν πόσο χρονών ήταν ένα ανθρωποειδές όταν πέθανε.
Η ανθρωπολόγος Rachel Caspari από το πανεπιστήμιο Central Michigan χρησιμοποίησε δόντια για να προσδιορίσει τη συχνότητα εμφάνισης των νέων και των ηλικιωμένων στους Αυστραλοπίθηκους από 3 εκατομμύρια μέχρι 1,5 εκατομμύριο χρόνια πριν, στους πρώιμους Homo από 2 εκατομμύρια μέχρι 500.000 χρόνια πριν και στους Νεάντερταλ, 130.000 χρόνια πριν.
Οι «ηλικιωμένοι», δηλαδή όσοι ήταν μεγαλύτεροι των 30 χρόνων, αποτελούσαν ένα πολύ μικρό μέρος του πληθυσμού. Όταν η ίδια επιστήμονας, αναφέρει δημοσίευμα του Slate, εξέτασε τους σύγχρονους ανθρώπους από την Ανώτερη Παλαιολιθική Εποχή, πριν από 30.000 χρόνια, βρήκε ότι η αναλογία είχε αντιστραφεί: πλέον ήταν διπλάσιοι εκείνοι που πέθαιναν μετά τα 30, παρά εκείνοι που πέθαιναν νέοι.
Εκείνη την εποχή το ανθρώπινο είδος άρχισε να «ανθίζει»: δημιούργησαν πολύπλοκη τέχνη, άρχισαν να χρησιμοποιούν σύμβολα και αποίκισαν ακόμη και αφιλόξενα περιβάλλοντα.
Σύμφωνα με την Caspari, δεν ήταν μια βιολογική αλλαγή η οποία επέτρεψε στους ανθρώπους να ζουν πέρα από τα 30, αλλά ο πολιτισμός. Κάτι σχετικά με το πώς ζούσαν τούς επέτρεψε να επιβιώσουν και να ξεπεράσουν τα «γεράματα»: ίσως ο τρόπος με τον οποίο εντόπιζαν και αποθήκευαν τροφή, ή ο τρόπος με τον οποίο έφτιαχναν τα καταλύμματά τους. Δε μπορούμε να γνωρίζουμε ακριβώς, καθώς αυτό που έχει μείνει από τότε είναι… δόντια, ωστόσο αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι οι άνθρωποι βρήκαν κάποιο τρόπο για να… κρατούν περισσότερο χρόνο κοντά τους τους ηλικιωμένους της εποχής.
Οι ηλικιωμένοι άλλωστε ήταν πολύτιμοι, καθώς ήταν «παντογνώστες», είπε ακόμη η ίδια. Γνώριζαν τη Φύση, πώς να χειριστούν φυσικές καταστροφές, πώς να εκτελέσουν περίπλοκες δεξιότητες, ποιος έχει συγγένεια με ποιον, πού υπάρχει τροφή, σπηλιές και ποιοι είναι οι εχθροί. Πολλές από τις δεξιότητες που επέτρεψαν στον άνθρωπο να κατακτήσει τον κόσμο, χρειάζονται χρόνο και εκπαίδευση για να τις αποκτήσει κανείς και δεν θα είχαν τελειοποιηθεί ή περάσει στις επόμενες γενιές, χωρίς τους ηλικιωμένους. «Είναι σπουδαίοι δάσκαλοι και ήταν αυτοί που βοήθησαν στην ανάπτυξη πιο περίπλοκων κοινωνιών» είπε και κατέληξε: «Οι ηλικιωμένοι έκαναν τους ανθρώπους… ανθρώπους».
Μελέτες στους σύγχρονους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες έχουν δείξει ότι όταν οι ηλικιωμένοι φρόντιζαν τα εγγόνια, τα παιδιά είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να επιβιώσουν.
Ωστόσο, πολλά παιδιά δεν κατάφερναν να επιβιώσουν. Μέχρι τον 20ο αιώνα, οι περισσότεροι θάνατοι αφορούσαν παιδιά και νήπια. Μάλιστα, σύμφωνα με εκτιμήσεις, το ένα τέταρτο με τα μισά από αυτά πέθαναν.
Πλέον, βρισκόμαστε στην άλλη άκρη της δεύτερης μεγάλης δημογραφικής αλλαγής στην εξελικτική ιστορία του ανθρώπου.
Ο κυριότερος λόγος για τον οποίο το προσδόκιμο ζωής διπλασιάστηκε τα τελευταία 150 χρόνια είναι ότι μειώθηκε πολύ η βρεφική θνησιμότητα.
Ακριβώς όπως η ύπαρξη «ηλικιωμένων» άλλαξε τον ανθρώπινο πολιτισμό δραματικά πριν από 30.000 χρόνια, έτσι και τώρα η επιβίωση περισσότερων βρεφών και παιδιών έχει αλλάξει δραματικά τη σύγχρονη κοινωνία.
Οι γονείς γνώριζαν ότι τα παιδιά τους ενδέχεται να μην κατάφερναν να επιβιώσουν. Στις ΗΠΑ και σε άλλα μέρη του κόσμου δεν τους έδιναν ονόματα αμέσως. Στην Κίνα και σε άλλες περιοχές της Ασίας δεν έδιναν όνομα στο παιδί αν δεν έκλεινε 100 μέρες ζωής.
Οι άνθρωποι σίγουρα θρηνούσαν όταν έχαναν ένα παιδί, ωστόσο η σχέση που ανέπτυσσαν με τα παιδιά τους ήταν πολύ διαφορετική απ’ ό,τι συμβαίνει σήμερα.
«Ήταν πολύ δύσκολο να επενδύσει κανείς συναισθηματικά, καθώς τουλάχιστον τα μισά από αυτά θα πέθαιναν» είπε ο S. Jay Olshansky, ερευνητής της μακροζωίας στο πανεπιστήμιο του Ιλινόις στο Σικάγο.
Όσο μειώθηκε η παιδική και βρεφική θνησιμότητα, τόσο μειώθηκε και η γονιμότητα. Οι γυναίκες δε χρειαζόταν πια να κάνουν «παιδιά αντικαταστάτες» για όσα πέθαναν και μπορούσαν να είναι πιο σίγουρες ότι θα έβλεπαν το παιδί τους να ενηλικιώνεται. Η επιβίωση άρχισε να γίνεται πιο αναμενόμενη. Κάθε παιδί άρχισε να παίρνει το όνομά του σχετικά άμεσα και όχι το όνομα κάποιου νεκρού αδερφού.
Η επόμενη τεράστια δημογραφική αλλαγή ήρθε από το διπλασιασμό του μέσου όρου ζωής, με αποτέλεσμα την αύξηση του πληθυσμού των ανθρώπων τρίτης ηλικίας.
Το 1850 το ποσοστό των ανθρώπων ηλικίας 60 ετών και πάνω στις ΗΠΑ ήταν περίπου 4%. Σήμερα είναι τουλάχιστον το 20% του πληθυσμού.
Η ύπαρξη υψηλής αναλογίας νέων και ηλικιωμένων ανθρώπων, ωστόσο, δεν είναι μόνο συνέπεια μιας ειρηνικής και ευημερούσας ζωής, αλλά αποτελεί και τη βάση μιας πολιτισμένης κοινωνίας.
Οι ηλικιωμένοι δεν είναι απλώς λιγότερο πολεμοχαρείς και παρορμητικοί από τους νέους. Είναι, ακόμη, πιο σοφοί, πιο ευτυχισμένοι και κοινωνικά πιο έμπειροι.
Χειρίζονται τις αρνητικές πληροφορίες καλύτερα, έχουν πιο ισχυρούς δεσμούς και βρίσκουν καλύτερες λύσεις σε ό,τι αφορά τις διαπροσωπικές συγκρούσεις σε σχέση με τους νεότερους.
Εάν το προσδόκιμο ζωής συνεχίσει να αυξάνεται σε όλο τον κόσμο, μπορεί να συμβεί μια αλλαγή όπως αυτή που επέτρεψε στους ανθρώπους να ανθίσουν πριν από 30.000 χρόνια. Όπως τότε, η ύπαρξη περισσότερων ηλικιωμένων ανθρώπων μπορεί να οδηγήσει σε βελτιώσεις τη δημόσια υγεία και την κοινωνική δικαιοσύνη, κάτι που θα «δημιουργήσει» ακόμη περισσότερους ηλικιωμένους, οι οποίοι θα κάνουν τον κόσμο ακόμα καλύτερο.