Η θυρεοειδεκτομή είναι μία επέμβαση που πραγματοποιείται καθημερινά σε πολλούς ασθενείς. Οι ενδείξεις της επέμβασης είναι κυρίως ο καρκίνος ή η ισχυρή υποψία του, αλλά και καλοήθεις καταστάσεις, όπως ο υπερθυρεοειδισμός που δεν δύναται να ρυθμιστεί με φαρμακευτική αγωγή.
Οι ειδικές επιπλοκές που αφορούν την θυρεοειδεκτομή είναι δύο. Η πρώτη αφορά τη λειτουργία των παραθυρεοειδών αδένων που ρυθμίζουν το ασβέστιο και η δεύτερη την ποιότητα της φωνής και της αναπνοής. Η πρώτη επιπλοκή, που είναι η ανεπαρκής λειτουργία των παραθυρεοειδών αδένων μετά το χειρουργείο, εκδηλώνεται με χαμηλό ασβέστιο αίματος για την διόρθωση του οποίου ο ασθενής πρέπει να λαμβάνει καθημερινά συμπληρώματα ασβεστίου και βιταμίνης D.
Η δεύτερη επιπλοκή φοβίζει περισσότερο, γιατί αφορά την ποιότητα της ομιλίας και της αναπνοής. Να σημειώσουμε ότι η κινητικότητα των δύο φωνητικών χορδών εξασφαλίζεται με δύο νεύρα που πορεύονται πίσω από κάθε λοβό του θυρεοειδούς αδένα.
Οποιαδήποτε βλάβη σε ένα από τα δύο νεύρα προκαλεί σύστοιχη παράλυση φωνητικής χορδής η οποία παρουσιάζεται αρχικά με βραχνάδα. Πρόκειται για μια επιπλοκή, που αν αντιμετωπιστεί σωστά με την κατάλληλη λογοθεραπευτική αγωγή, μπορεί να είναι εντελώς ασυμπτωματική. Το πρόβλημα έγκειται στο αν η βλάβη αφορά και τα δύο νεύρα οπότε και έχουμε παράλυση και των δύο φωνητικών χορδών. Σε αυτή την δραματική περίπτωση ο ασθενής δεν μπορεί όχι μόνο να μιλήσει αλλά τίθεται σε κίνδυνο και η ίδια του η αναπνοή.
Το αποτέλεσμα της αμφοτερόπλευρης παράλυσης είναι ο λεγόμενος επαπειλούμενος αεραγωγός, για την εξασφάλιση του οποίου η λύση είναι η τραχειοτομή. Επομένως, μιλάμε για μια καταστροφική επιπλοκή που βάζει σε κίνδυνο τη ζωή του ασθενούς και υποβαθμίζει σημαντικά την ποιότητά της.
Υπάρχει λύση;
Η λύση ακούει στο όνομα διεγχειρητική νευροπαρακολούθηση (νευροδιεγέρτης) με την στρατηγική της θυρεοειδεκτομής σε δύο στάδια. Η στρατηγική αυτή είναι ό,τι πιο καινοτόμο και ασφαλές υπάρχει. Κατ’ αυτήν ο χειρουργός ξεκινάει την επέμβαση από την πλευρά που είναι περισσότερο προβληματική (καρκίνος, μεγαλύτερος όζος κλπ) και στο τέλος της εκτομής της, ελέγχει τη λειτουργία του νεύρου με το νευροδιεγέρτη. Αν το νεύρο λειτουργεί, ο χειρουργός μπορεί χωρίς κίνδυνο να προχωρήσει και στην εκτομή της δεύτερης πλευράς. Αν όμως το νεύρο έχει σταματήσει να λειτουργεί τότε ο χειρουργός μπορεί να παραιτηθεί από την εκτομή της δεύτερης πλευράς, προφυλάσσοντας έτσι το πολύτιμο πλέον νεύρο με το οποίο ο ασθενής μιλάει και αναπνέει.
Η άλλη πλευρά μπορεί να αφαιρεθεί σε δεύτερο χρόνο, όταν και εφόσον η φωνητική χορδή της πρώτης πλευράς επαναλειτουργήσει.
Η θυρεοειδεκτομή σε δύο στάδια έχει μικρή πιθανότητα να είναι αναγκαία (2-4%), αλλά όταν κριθεί απαραίτητη, προστατεύει τον ασθενή εξαλείφοντας την πιθανότητα αφωνίας και τραχειοτομής.
του Κυριάκου Βαμβακίδη, Διευθυντή Ζ’ Τμήματος Χειρουργικής Ενδοκρινών Αδένων, Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center