Μία νέα «ασπίδα προστασίας» απέναντι στον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας αποκτούν οι γυναίκες μ’ ένα πρωτοποριακό σύστημα αθροιστικού κινδύνου πρόβλεψης για καρκινογένεση τραχήλου της μήτρας που ανέπτυξαν επιστήμονες στη Γυναικολογική και Μαιευτική κλινική του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, πρόκειται για μία μέθοδο που έρχεται να συμπληρώσει κενά του υπάρχοντος συστήματος κυτταρολογικού προληπτικού ελέγχου του πληθυσμού και να «θωρακίσει», κατά το μέγιστο δυνατόν, τις γυναίκες απέναντι σε μία ασθένεια, η οποία ευθύνεται για περίπου 280 θανάτους, κάθε χρόνο, στην Ελλάδα.
«Θα ήταν βλασφημία να αμφισβητήσουμε την προσφορά του τεστ Παπανικολάου κι αυτό όχι μόνο για λόγους ιστορικούς, καθώς εφαρμόστηκε για έξι και πλέον δεκαετίες κι έχει αποδείξει ήδη την αποτελεσματικότητά του, ιδιαίτερα δε σε μία εποχή που αυτού του τύπου ο καρκίνος ήταν περισσότερο διαδεδομένος.
Ωστόσο, το τεστ Παπ εκτός από υποκειμενικότητα μπορεί να παρουσιάζει ψευδώς φυσιολογικά αποτελέσματα και για πολλούς άλλους λόγους» εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής της Γυναικολογικής και Μαιευτικής κλινικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Κολποσκόπησης και Παθολογίας Τραχήλου Ευάγγελος Παρασκευαΐδης.
Όπως διευκρινίζει ο κ. Παρασκευαΐδης, στις 100 γυναίκες που κάνουν τεστ Παπ, οι 90 λαμβάνουν φυσιολογικό αποτέλεσμα και οι 10 παθολογικό. Ωστόσο, από 100 γυναίκες με προκαρκινική ή διηθητική αλλοίωση, ποσοστό της τάξεως άνω του 20% λαμβάνει ψευδώς αρνητικό αποτέλεσμα εξαιτίας μίας σειράς υποκειμενικών και άλλων παραγόντων.
Επιπροσθέτως, από το 10% των γυναικών με παθολογικό αποτέλεσμα, το 3% εμφανίζει σοβαρή αλλοίωση στον τράχηλο κι απ’ αυτές περίπου οι μισές ανήκουν στην ομάδα υψηλού κινδύνου για ανάπτυξη διηθητικού καρκίνου. Από το υπόλοιπο 7% που, βάσει των αποτελεσμάτων του τεστ Παπανικολάου εμφανίζει ήπιο πρόβλημα, η συντριπτική πλειοψηφία (ποσοστό περίπου 80%) δεν αντιμετωπίζει όντως κάποια σοβαρή αλλοίωση ενώ το υπόλοιπο 20%, παρά το ήπιο κυτταρολογικό αποτέλεσμα, εμφανίζει σοβαρό πρόβλημα αλλοίωσης του τραχήλου και χρήζει περαιτέρω θεραπείας.
Τα κενά αυτά στην έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας έρχεται να καλύψει αυτή η μέθοδος δευτερογενούς πρόληψης που αναπτύχθηκε από τον κ. Παρασκευαΐδη και τους συνεργάτες του.
Πρόκειται κατ’ ουσίαν για έναν αλγόριθμο, που βασίζεται (πέραν του τεστ Παπ και της κολποσκοπικής εκτίμησης) σε μία σειρά εξετάσεων (που γίνονται από μία και μόνο λήψη τραχηλικού επιχρίσματος), όπως το HPV DNA τεστ, τεστ τυποποίησης που ανιχνεύουν συγκεκριμένους επικίνδυνους ογκογόνους υπότυπους του ιού, τεστ που δείχνουν το ιικό φορτίο, το τεστ mRNA που προσδιορίζει εάν πρόκειται για ενεργό ή παλαιότερη λοίμωξη κ.λπ., σε συνδυασμό με πληροφορίες που σχετίζονται με το ιστορικό της γυναίκας (π.χ. ηλικία ατόμου, αλλά και ηλικία έναρξης και συχνότητα σεξουαλικών επαφών, αριθμός σεξουαλικών συντρόφων, ιστορικό καπνίσματος κ.ο.κ.).
Από τα παραπάνω προκύπτει ένα εξατομικευμένο αθροιστικό μοντέλο κινδύνου, βάσει του οποίου οι επιστήμονες στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο Ιωαννίνων ανέπτυξαν μία κλίμακα τριών σταδίων (και χρωμάτων)- ένα είδος «φωτεινού σηματοδότη» που ρυθμίζει την πορεία των γυναικών σε σχέση με την υγεία του τραχήλου τους- βάσει της οποίας οι γυναίκες με χαμηλό σκορ κατατάσσονται στην πράσινη κατηγορία και υποβάλλονται σε συμβατικό μόνο έλεγχο, όπως και ο υπόλοιπος γενικός πληθυσμός.
Αυτές με ενδιάμεσο σκορ εμπίπτουν στην πορτοκαλί κατηγορία και θα χρειαστεί να περνούν από επανέλεγχο κάθε έξι μήνες ή έναν χρόνο, ενώ αυτές που το σκορ τους θα χτυπά κόκκινο θα χρήζουν άμεσου περαιτέρω ελέγχου ή και θεραπείας.
Η παραπάνω μέθοδος, όπως αναφέρει ο κ. Παρασκευαΐδης, εφαρμόζεται την τελευταία επταετία σε γυναίκες που έχουν παθολογικό τεστ Παπ, ενώ πριν από τέσσερα χρόνια ξεκίνησε συνεργασία με το Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης (καθηγητής Α. Λουφόπουλος) και ταυτόχρονα με το κυτταρολογικό εργαστήριο του Νοσοκομείου «Αττικόν» (καθηγητής Π. Καρακίτσος).
Εδώ και περίπου δυόμισι χρόνια έχει επεκταθεί η εφαρμογή σε όλες τις πανεπιστημιακές κλινικές της χώρας, απ’ όπου τα δείγματα αποστέλλονται στα δύο εργαστήρια που λειτουργούν γι’ αυτό το σκοπό (ένα στο Ιπποκράτειο της Θεσσαλονίκης κι ένα στο Αττικόν) και τον τελευταίο χρόνο έχουν προστεθεί στην πολυκεντρική αυτή συνεργασία διάφορα νοσοκομεία του εξωτερικού, κυρίως της Μεγάλης Βρετανίας (Hammersmith Hospital του Λονδίνου, Manchester, Lancaster, Newcastle) αλλά και άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Μέχρι στιγμής έχουν μελετηθεί πάνω από 8.000 γυναίκες, έχουν προκύψει πάνω από 30 δημοσιεύσεις σε έγκυρα διεθνή ιατρικά περιοδικά καθώς και βραβεύσεις σε διάφορα συνέδρια (διεθνή και ελληνικά) για επιμέρους τμήματα του μέχρι πρότινος ερευνητικού άξονα, ο οποίος, σήμερα, πλέον εφαρμόζεται στην κλινική πράξη στα ανωτέρω κέντρα.