Η μπυρα, και ιδιαίτερα η μπύρα χωρίς αλκοόλ, βρέθηκε πρόσφατα ότι βοηθά στη μείωση του στρες. Αυτό οφείλεται σε ένα συστατικό που χρησιμοποιείται για την παραγωγή της, τον λυκίσκο. Ο λυκίσκος ή αλλιώς ζυθοβότανο (humulus lupulus ή hop) χρησιμοποιείται στη ζυθοποιία -είναι το συστατικό που δίνει τη χαρακτηριστική γεύση και πικράδα στην μπίρα.
Ο λυκίσκος, εκτός από τη βιομηχανία της μπύρας, είναι γνωστός και στη βιομηχανία των φαρμάκων, αφού χρησιμοποιείται το θηλυκό λουλούδι που παράγει αυτό το φυτό για την παραγωγή φαρμάκων, και ιδιαίτερα ομοιοπαθητικών φαρμάκων.
Η ιστορία του λυκίσκου δεν είναι πολύ παλιά, όπως άλλα βότανα. Αν και η χρήση του στη ζυθοποιΐα ήταν γνωστή από τα ρωμαϊκά χρόνια, η εξάπλωσή του παρεμποδίστηκε μέχρι τον 17ο αιώνα, γιατί θεωρείτο ως «άγριο ζιζάνιο που θα κατέστρεφε τη γεύση του ποτού και θα έβαζε σε κίνδυνο την υγεία των ανθρώπων».
Μετά την εισαγωγή του λυκίσκου στη ζυθοποιία, το ποτό που παρασκευαζόταν με τον παλιό τρόπο, δηλαδή με τη χρησιμοποίηση φυτών όπως το χρυσάνθεμο ή ο κισσός ήταν γνωστό ως ale, ενώ σ’ αυτό που παραγόταν από λυκίσκο δόθηκε το γερμανικό όνομα bier (μπίρα).
Τα άνθη του λυκίσκου είναι φημισμένα για τις υπνωτικές και ηρεμιστικές τους ιδιότητες. Εκτός, από την κατανάλωση της μπίρας (κατά προτίμηση χωρίς αλκοόλ), μπορεί κάποιος να πάρει τις ευεργετικές ιδιότητες του λυκίσκου είτε λαμβάνοντας τα άνθη του ως τσάι είτε πάνω σε μαξιλάρι εμποτισμένο με λυκίσκο. Τα πτητικά έλαια που απελευθερώνονται κατά τη διάρκεια του ύπνου από ένα μαξιλάρι εμποτισμένο με λυκίσκο επιδρούν κατευθείαν στον εγκέφαλο μέσω του οσφρητικού κέντρου. Έρευνες έδειξαν ότι αποστάγματα λυκίσκου χαλαρώνουν τους μαλακούς μύες, ιδίως αυτούς του πεπτικού σωλήνα.
Για τον λόγο αυτό, ο λυκίσκος μπορεί να χρησιμοποιηθεί μαζί με άλλα βότανα για τη καταπολέμηση διάφορων παθήσεων, όπως το σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου (IBS), η νόσος του Crohn και η νεύρωση του στομάχου. Η ιδιότητα του λυκίσκου να χαλαρώνει και να καταπραΰνει συμπληρώνεται από την αντιβακτηριδιακή του δράση που μπορεί να μειώσει διάφορες σωματικές φλεγμονές. Έτσι, μπορεί να απαλύνει λοιμώξεις του άνω πεπτικού σωλήνα, κάτι που ίσως παίζει σημαντικό ρόλο στην πρόκληση έλκους του στομαχιού και του δωδεκαδάκτυλου.
Επίσης, ο λυκίσκος περιέχει πολυφαινόλες (τανίνες) και το αμινοξύ ασπαραγίνη, που κάνει το φυτό να επιδρά θετικά στη θεραπεία πετρών στα νεφρά, στη χολή και στην ουροδόχο κύστη. Αυτές οι ουσίες κάνουν τον λυκίσκο διουρητικό.
Ο λυκίσκος βρέθηκε να βοηθά στη θεραπεία του ίκτερου, νευραλγίες, ρευματοπάθειες, πονόδοντο και δυσπεψία.
Ο λυκίσκος πρέπει να χρησιμοποιείται με μέτρο και προσοχή και μόνο με την καθοδήγηση του γιατρού, διότι περιέχει οιστρογόνα (γυναικείες ορμόνες). Η εκτεταμένη χρήση του από γυναίκες (ακόμα και αν μάζευαν μόνο τα λουλούδια του λυκίσκου και δεν τον κατανάλωναν) μπορεί να εμφανίσει διαταραχές ή και πλήρη διακοπή της εμμηνορρυσίας. Στους άνδρες, τα οιστρογόνα που περιέχει το φυτό έχει αναφροδισιακή (μείωση στη σεξουαλική επιθυμία και στύση) επίδραση.
Όσο πιο πολύ οι επιστήμονες μελετούν τον λυκίσκο, τόσο πιο πολλές ιδιότητες βρίσκουν. Εκτός, από τη χρήση του στην παραγωγή της μπύρας μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα φάρμακα και συμπληρώματα διατροφής για να μπορεί ο κάθε ένας να παίρνει τις ευεργετικές ιδιότητες του λυκίσκου.
Πηγή: mednutrition.gr