Πέρυσι τα Χριστούγεννα κάναμε τις γιορτινές μας αγορές με το σύστημα της παράδοσης στην πόρτα των καταστημάτων. Φέτος, μπορούμε να κινηθούμε στην αγορά ελεύθερα. Αναρωτηθήκαμε λοιπόν: δύο χρόνια μετά την έλευση της πανδημίας τι κατάσταση επικρατεί στο κάποτε ολοζώντανο κομμάτι της παλιάς αγοράς;
Τις φετινές γιορτές, η vintage Αθήνα, με επίκεντρο την Βαρβάκειο Αγορά, η οποία λειτουργεί εδώ και 130 χρόνια, φαίνεται πως αγκομαχά.
Τρεις ημέρες πριν τα Χριστούγεννα, το κοινό των επισκεπτών εδώ απαρτίζεται από τους «συνήθεις ύποπτους» και μεγαλύτερους φαν της παλιάς αγοράς, τους συνταξιούχους δηλαδή, κι ακόμα από τουρίστες που τους έχει ξεβράσει (κάποιο) κύμα στην Αθήνα στις γιορτές, νεολαία με καλλιτεχνική φλέβα και το πιο μποέμ κοινό της πόλης, αυτό που πάντα βλέπει στα «μάτια» της Βαρβάκειου αγοράς και στα πέριξ το πιο αληθινό πρόσωπο της πόλης μας. Τα δικά μας μάτια πάλι, βλέπουν κίνηση αλλά οι έμποροι την αρνούνται και γκρινιάζουν.
Οι ίδιοι λένε πως παρά τη βουή και το μπούγιο που κάνουν οι περαστικοί, οι φετινές γιορτές της πανδημίας και της μετάλλαξης Όμικρον, είναι το κερασάκι στην τούρτα για μια πολύ δύσκολη δεκαετία σε αυτή την γωνιά της πόλης.
Ξεκίνημα της βόλτας από την ιστορική Αιόλου
Ξεκινάμε να προσεγγίζουμε τα «σπλάχνα» της αγοράς από το ιστορικό κατάστημα παιχνιδιών «Δαμίγος» στην οδό Λυκούργου. «Δεν μπορώ να πω με σαφήνεια πως πηγαίνει φέτος η κίνηση. Πολύς κόσμος μπαίνει στο μαγαζί, μας λέει: “θα ξαναέρθω” και τον περιμένουμε. Υπάρχει ένα σφίξιμο» μας λέει η Μαρίνα Δαμίγου, ιδιοκτήτρια τρίτης γενιάς αυτού του παιχνιδιδάδικου που μπορεί να ….λιγώσει και τον πιο αδιάφορο με τα παιχνίδια.
Η κα Μαρίνα κάνει τη σύγκριση με την περυσινή χρονιά: «Ήταν μια πολύ ιδιαίτερη συνθήκη και δεν είχαμε κόσμο μέσα στο μαγαζί. Όμως, είχε πάρα πολλή κίνηση γιατί ο κόσμος εν μέσω lockdown ήθελε να νιώσει τις γιορτές. Το e shop μας έσωσε. Γενικά το ηλεκτρονικό κομμάτι μας έδωσε μια καλή ώθηση τα τελευταία χρόνια. Βέβαια, πιο πολύ μας αρέσει να είναι ο κόσμος μέσα στο μαγαζί. Αυτό έχουμε μάθει. Άλλωστε, εδώ δεν θα βρεις πράγματα που πωλούνται στα…. σούπερ μάρκετ των παιχνιδιών. Οι πελάτες μας ξέρουν ότι εδώ θα βρουν συγκεκριμένα παιχνίδια. Ακόμα και στο νέο γονιό όμως, στον νέο πελάτη, θα κοιτάξουμε να γνωριστούμε και να ρωτήσουμε τα ενδιαφέροντα του παιδιού. Φυσικά και έχουμε και εμείς πια παιχνίδια από πλαστικό, αλλά φυσικά κοιτάμε να είναι πλαστικό πολύ καλής ποιότητας».
Αυτό που περιγράφει η κα Μαρίνα είναι και αυτό που δίνει την ταυτότητα της παλιάς αγοράς- μαγαζιά που δούλευαν πάντα με τις καλύτερες και ποιοτικότερες ύλες, δίνοντας τη σκυτάλη από γενιά σε γενιά. Η κα Μαρίνα περιγράφει τι συνέβη και στη δική τους περίπτωση: «Η επιχείρηση ξεκίνησε την πορεία της το 1925. Μαζί με την αδελφή μου είμαστε η τρίτη γενιά που την κρατάμε ζωντανή. Ήταν ο παππούς μου, μετά ο μπαμπάς μου και μαζί μας είναι και ο κος Βασίλης που δουλεύει εδώ 45 χρόνια. Αισιοδοξούμε να ξεπεράσουμε τα 100 χρόνια. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τους πελάτες μας σε μεγάλο βαθμό- είναι παιδιά που έρχονταν με τους γονείς τους, μετά ψώνιζαν για τα δικά τους παιδιά και τώρα για τα εγγόνια τους. Υπάρχει μια συνέχεια».
Η κα Μαρίνα μας λέει πως τα πιο ευπώλητα παιχνίδια στις γιορτές είναι τα ξύλινα γιατί… « μένουν στο χρόνο. Έχουν επίσης πολλή ζήτηση τα μουσικά κουτιά και τα τσίγκινα κουρδιστά παιχνίδια στα οποία έχουμε παράδοση. Οι κούκλες βινυλίου επίσης φεύγουν πολύ στις γιορτές».
«Κόσμος να αναλάβει μετά από εσάς για να αλλάξει για άλλη μια φορά χέρια η σκυτάλη υπάρχει;» ρωτάμε την κα Μαρίνα, για να μας απαντήσει: «Υπάρχουν τα παιδιά μου που πηγαίνουν δημοτικό, τα οποία μάλιστα έχουν έρθει στο μαγαζί και έχουν τυλίξει δώρα. Εγώ με την αδελφή μου ξεκίνησα να έρχομαι εδώ τα Χριστούγεννα. Αυτό λέω και στη μεγάλη μου κόρη- “όταν πας γυμνάσιο έλα! είναι πολύ κουραστική δουλειά να ξέρεις!”
Επαγγελματικά, και οι δύο αδελφές ξεκινήσαμε από κάτι άλλο αλλά όταν ήρθε η ώρα να πάρει ο πατέρας μου σύνταξη, αναλάβαμε το μαγαζί χωρίς να καταπιεστούμε καθόλου. Με τα χρόνια το αγαπήσαμε πολύ και όσο πιο δύσκολες γίνονταν οι συνθήκες τόσο πιο πολύ νιώθαμε ότι θέλουμε να το κρατήσουμε όρθιο».
Πριν φύγουμε ρωτάμε την κα Μαρίνα τι συμβαίνει και με την υπόλοιπη αγορά γύρω τους. Η ίδια περιγράφει: «Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι τραγική. Παλιά το εμπορικό κέντρο της πόλης ήταν η Ομόνοια και από εκεί ξεκινούσε η μεγάλη βόλτα στην αγορά. Τώρα, αν δεν υπήρχε απέναντί μας ο Notos (σ.σ το γνωστό εμπορικό πολυκατάστημα) θα ήμασταν μόνοι μας στην ερημιά. Τα τελευταία πέντε χρόνια κάτι πάει να ξαναγίνει, νέα ξενοδοχεία δημιουργούνται γύρω μας, αναμορφώθηκε και η πλατεία της Ομόνοιας ενώ και η έλευση μεγάλων αλυσίδων καφέ έδιωξαν τους τοξικομανείς που ήταν πρωί- βράδυ αγκυροβολημένοι στις βιτρίνες μας. Φαίνεται πως η εικόνα κάπως πάει να φτιάξει. Πρέπει όμως να …πάρει μπρος και η νεκρή πια Σταδίου. Ακόμα φοβάται ο κόσμος να έρθει σε αυτά τα σημεία της πόλης απόγευμα ή βράδυ. Παρ’ όλα αυτά, φέτος υπάρχει τουλάχιστον μια Χριστουγεννιάτικη αύρα και έχουμε και δίπλα μας και την Αιόλου με το παζάρι των μικροπωλητών. Βέβαια, παλιά αυτό το παζάρι ήταν αλλιώς, δεν έβρισκες μόνο μπιχλιμπίδια αλλά ήταν ένα κανονικό παζάρι με όλα τα καλά προϊόντα».
Εξερχόμενοι από το κατάστημα «Δαμίγος» πηγαίνουμε να διαπιστώσουμε ιδίοις όμμασι πως είναι αυτό παζάρι που έχει στηθεί στο τέρμα της Αιόλου, στην πάνω πλευρά της πλατείας Κοτζιά.
Όντως, η πλειονότητα των αντικειμένων στους 20 περίπου αντικριστούς πάγκους είναι χριστουγεννιάτικα μικροδιακοσμητικά και οικονομικά ρούχα. Η γενική εικόνα είναι λίγο καλτ. Κάνει τσουχτερό κρύο, ο περαστικός κόσμος περπατάει γρήγορα φορώντας τη μάσκα του ενώ από τα μεγάφωνα της Κοτζιά ακούγονται κάτι στριγκές χριστουγεννιάτικες μελωδίες.
Στεκόμαστε στον πάγκο του Αποστόλη Κοζαντίνου με τα κουρδιστά παιχνίδια και τα καλαίσθητα στολίδια. Ο ίδιος είναι μάλλον απογοητευμένος και μας εξηγεί το γιατί. «Κατ’ αρχάς πολλές δεκαετίες τώρα κάθε γειτονιά χτίζει διαρκώς την δική της αγορά, άρα η αίσθηση της βόλτας στο κέντρο που υπήρχε παλιά, ατονεί. Θυμάμαι εμένα πιτσιρίκο να έρχομαι εδώ με τον πατέρα μου. Ψώνιζε κρέατα, ο, τι χρειαζόμασταν για το γιορτινό τραπέζι, λικέρ τριαντάφυλλο… Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα ποτοποιείο με βαρέλια στην Αθηνάς. Ήταν μια βόλτα που την έκανες για να αισθανθείς λίγο διαφορετικά.
Προσωπικά, είχα πολύ καιρό να έρθω εδώ με πάγκο, τουλάχιστον 10 χρόνια. Άρχισα να πηγαίνω σε άλλες διοργανώσεις, αλλά επειδή φέτος τα πράγματα είναι σφιχτά με τον κορονοϊό, είπα να δοκιμάσω την τύχη μου εδώ. Οι άνθρωποι φέτος ψωνίζουν πολύ συγκρατημένα. Και δεν είναι μόνο οικονομικό το θέμα. Είναι και θέμα ψυχολογίας. Το εμπόριο βασίζεται στην ψυχολογία. Είναι όλοι φοβισμένοι- και με τις γενικές αυξήσεις των τιμών και με τον κορονοϊό. Ακόμα και στα € 2 στα € 3 έως € 5 που κοστίζει ο, τι έχουμε στον πάγκο μας, βλέπεις ότι και εκεί το σκέφτονται. Την ίδια στιγμή ο Δήμος Αθηναίων μας ζητάει νοίκια εποχής προ κορονοϊού».
Στην καρδιά της Βαρβάκειου Αγοράς
Την ίδια προβληματισμένη αίσθηση από τους εμπόρους παίρνουμε και όταν μπαίνουμε στην καρδιά της Βαρβάκειου αγοράς. Εδώ που για δεκαετίες ολόκληρες το κοινό ψώνιζε ο, τι χρειαζόταν για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι του: από τα καλύτερα αμύγδαλα και το ποιοτικότερο βούτυρο γάλακτος για τους κουραμπιέδες του, μέχρι εκλεκτά μέλια για τα μελομακάρονα, ξηρούς καρπούς και φυσικά κρέας. Η Άννα Ρήγα «τρέχει» σήμερα μια παλιά οικογενειακή επιχείρηση με ξηρούς καρπούς και ζαχαρωτά (βλ. καραμέλες «Λάβας») στην οδό Αθηνάς. Η ίδια μας λέει τα εξής: «H κίνηση φέτος είναι πολύ χαμηλή. Καμία σχέση ακόμη και με το κοντινό 2019. Είμαστε τουλάχιστον 50% κάτω σε σύγκριση με εκείνη την χρονιά. Εμείς προσπαθούμε να κρατήσουμε τις τιμές χαμηλά αλλά δυστυχώς ο κόσμος είναι μαγκωμένος. Λόγω κορονοϊού φοβάται να μπει στα μέσα μαζικής μεταφοράς και να κυκλοφορήσει ανάμεσα σε πολύ κόσμο. Όλη αυτή η… εξόρμηση που έκαναν παλιά οι άνθρωποι από όλες τις γειτονιές και τους δήμους της Αθήνας, είναι κάτι που χάνεται σταδιακά, κάθε χρόνο και από λίγο. Αυτή η απομάκρυνση από το κέντρο έχει ξεκινήσει εδώ και τουλάχιστον 15 χρόνια. Η οικονομική κρίση τσάκισε την αγορά. Και παρότι συνεχίζει να έχει πολλά μαγαζιά, όλα κρατιούνται με δυσκολία».
Σε αυτό το σημείο μπαίνουμε και στην καρδιά της κρεαταγοράς και πιάνουμε κουβέντα με τον κρεοπώλη Γιώργο Φαναριώτη, το κατάστημα του οποίου βρίσκεται στην ίδια θέση από το 1960. Λέει και αυτός με τη σειρά του πως φέτος η κίνηση είναι πολύ πεσμένη, παραδέχεται όμως πως οι τιμές είναι αυξημένες κατά 15%. «Τι να κάνουμε και εμείς;» αναρωτιέται και συνεχίζει: «Επί δύο χρόνια τώρα, ζούμε το ένα έκτακτο μέτρο πίσω από το άλλο.
Κάποια στιγμή η Βαρβάκειος έζησε και την απαγόρευση της μετακίνησης από δήμο σε δήμο. Πέρυσι που ο κόσμος έπαιρνε τα ψώνια του έξω από τα καταστήματα η Βαρβάκειος ήταν…ψόφια. Σκέψου ότι στη δική μας αγορά κατεβαίνουν κατά βάση συνταξιούχοι. Ο συνταξιούχος είναι εδώ και πολλά χρόνια φτωχός. Όλο του κόβουν. Και πια φοβάται και πολύ τον ιό. Ο κορονοϊός ήρθε και κάθισε στην προϋπάρχουσα οικονομική κρίση και έτσι, χάθηκε το κέφι του κόσμου».
«Χαρούμενη» και «θυμωμένη» Ευριπίδου
Στην από κάτω μεριά της Ευριπίδου, εκεί όπου βρίσκονται τα γνωστά αλλαντοπωλεία και τα πιο οικονομικά φυτώρια της πόλης- εδώ όπου βρίσκει δηλαδή κανείς τα πιο οικονομικά αλεξανδρινά και γκι για να στολίσει με λουλούδια το σπίτι του- η κίνηση είναι ομολογουμένως μεγάλη.
Στην πάνω από την Αθηνάς πλευρά όμως, εδώ όπου τα καταστήματα πωλούν παιχνίδια, φωτάκια, μικροδώρα, υλικά για αμπαλάζ και χριστουγεννιάτικα στολίδια, η κατήφεια είναι μεγάλη.
Στο εδώ και 50 χρόνια κατάστημα «Το κέφι του παιδιού- Χονδρική- Λιανική» ο ιδιοκτήτης που αναδιαμορφώνει την βιτρίνα σε μια απέλπιδα προσπάθεια να την κάνει πιο ελκυστική είναι σχεδόν έξαλλος. Ο κος Βούλγαρης γκρινιάζει για τα αυξημένα δημοτικά τέλη την ώρα που ολοένα και περισσότερα πεζοδρόμια αποκλείονται από τη χρήση τους λόγω σκαλωσιών, για την μη ύπαρξη θέσεων σε ένα αν δεν γίνεται δημοτικό, οικονομικό έστω parking για κάποιον που θέλει να έρθει στην Αθήνα με το αυτοκίνητό του, αλλά και για τη μη στήριξη των μικρών επιχειρηματιών του κέντρου ειδικά στα χρόνια της πανδημίας.
Η Σάσα Βιλαώρα, από το διπλανό κατάστημα με όλα τα είδη κατασκευών και αμπαλάζ που μπορεί να φανταστεί κανείς και τα άκρως οικονομικά στολίδια για το δέντρο, όπως τα μεταλλικά κουδουνάκια, λέει για τον γείτονα της τα εξής: «Αυτό το κατάστημα με τα παιχνίδια το είχε ο παππούς, μετά το πήρε ο μπαμπάς και τώρα το πήραν τα παιδιά. Ο ένας αδελφός αποχώρησε γιατί δεν βγαίνουν».
Η ίδια είναι εξίσου θυμωμένη με την κατάσταση. – «Κρατιόμαστε με τα νύχια και με τα δόντια. Σε σχέση με τα Χριστούγεννα προ πανδημίας είμαστε -50% κάτω. Παλιότερα, τέτοιες ημέρες ούτε ένα τσιγάρο δεν προλάβαινα να κάνω. Και αυτό με τα μέτρα του κορονοϊού μας έχει γονατίσει- να τσεκάρουμε πόσην ώρα ταυτότητες και πιστοποιητικά εμβολιασμού για να μπει κάποιος και να πάρει ένα bic στυλό ή συχνά και τίποτα. Βασικά, εδώ και χρόνια υπάρχει κατά την γνώμη μου ένα ευρύτερο σχέδιο ο μικρός επιχειρηματίας του κέντρου να φύγει από τη μέση και πια να γίνονται μόνο ξενοδοχεία και μεγάλα μαγαζιά.
Κάτι αντίστοιχο συνέβη και παλιότερα όταν σαν ντόμινο έκλεισαν όλες οι βιοτεχνίες στην περιοχή. Οι πολυκατοικίες που βλέπεις ολόγυρα ήταν βιοτεχνίες που έκλεισαν. Η περιοχή υποβαθμίστηκε ραγδαία για πολλά χρόνια με τα ναρκωτικά την περίοδο της οικονομικής κρίσης και ο κόσμος φοβόταν να κατέβει στο κέντρο, ειδικά τα απογεύματα. Μόνο στους Ολυμπιακούς Αγώνες για μια εβδομάδα τα “εξαφάνισαν” όλα αυτά και μας λάνσαραν για λίγο ως μια γοητευτική ιστορική βιτρίνα της Αθήνας. Μετά, ξανά τα ίδια».