Δειγματοληψίες σε επίφοβες καλλιέργειες (ξενιστές), στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης θα ξεκινήσουν από τον ερχόμενο Ιούνιο, με στόχο την πρόληψη και την προστασία των καλλιεργειών από το παθογόνο βακτήριο Xylella Fastidiosa, το οποίο προσβάλλει σημαντικές καλλιέργειες για την περιοχή, όπως το αμπέλι, η ελιά και η αμυγδαλιά.
Η ένταξη του παθογόνου βακτηρίου στο ετήσιο πρόγραμμα επισκοπήσεων επιβλαβών οργανισμών του Μπενάκειου Φυτοπαθολογικού Ινστιτούτου, από φέτος, αποτελεί μία «ασπίδα» προστασίας μεγάλου μέρους καλλιεργειών στην ΠΑΜΘ, το οποίο κατέχουν οι ελαιοκαλλιέργειες και οι αμπελοκαλλιέργειες (οι δύο αυτές καλλιέργειες εντάσσονται στον μακρύ κατάλογο των ξενιστών του βακτηρίου και κυριότερος ξενιστής του είναι η άμπελος).
Σύμφωνα με όσα επισήμανε στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ο θεματικός αντιπεριφερειάρχης Αγροτικής Οικονομίας, Σωτήρης Παπαδόπουλος, σύντομα αναμένεται να ανακοινωθεί η μεθοδολογία και τον Ιούνιο, λογικά, θα ξεκινήσουν οι δειγματοληψίες.
«Οι ελιές της Θάσου (προϊόν Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης – ΠΟΠ), όπως και η σουλτανίνα στην Καβάλα (η δεύτερη μεγαλύτερη σε έκταση καλλιέργεια σουλτανίνας στην Ελλάδα) κατέχουν ένα πολύ σημαντικό μερίδιο των καλλιεργειών στην Περιφέρεια», είπε ο κ. Παπαδόπουλος.
Υπογράμμισε δε, ότι, η κινητοποίηση για την πρόληψη είναι αναγκαία, καθώς -όπως είπε- το παθογόνο βακτήριο δεν θεραπεύεται. «Είναι ένα δύσκολο βακτήριο, δεν υπάρχει θεραπεία, νεκρώνεται το φυτό, επομένως πρέπει να πάμε σε αντικατάστασή του», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η διαδικασία προβλέπει ότι, θα παίρνονται δείγματα κλαδιών ελιάς, αμυγδαλιάς και πικροδάφνης από περιοχές της ΠΑΜΘ σε ετήσια βάση, για τη διαπίστωση της τυχόν παρουσίας του παθογόνου βακτηρίου και την έγκαιρη λήψη προληπτικών μέτρων.
Σύμφωνα και με όσα αναφέρονται σε σχετική ανακοίνωση, μέχρι σήμερα δεν έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη του βακτηρίου αυτού στην Ελλάδα. Στην Ευρώπη, η πρώτη και μοναδική αναφορά επιβεβαιωμένης παρουσίας του έχει καταγραφεί στην επαρχία Λέτσε της Περιφέρειας Απουλίας της Ιταλίας, από το 2013, σε αρκετά φυτικά είδη, με συμπτώματα ξηράνσεων στα φύλλα και ταχύτατης αποπληξίας κατά τις θερμές περιόδους του έτους. Είναι και η πρώτη φορά που διαπιστώνεται η ασθένεια σε ελαιόδεντρα («σύνδρομο ταχείας παρακμής της ελιάς»).
Πέρα από την «κλασική» μέθοδο πρόληψης η οποία συνίσταται κυρίως στο να υπάρχει υγιές πολλαπλασιαστικό υλικό (τα νέα φυτά που θα φυτευτούν να έχουν πιστοποιητικό φυτοϋγείας), οι καλλιεργητές πρέπει να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή και στην απολύμανση των μηχανημάτων (όπως αυτών του κλαδέματος).
«Το βακτήριο μεταδίδεται με τα έντομα (οι φορείς του βακτηρίου ανήκουν σε δύο οικογένειες των Ημιπτέρων (Cicadellidae και Cercopidae) που κοινώς αποκαλούνται «τζιτζικάκια»), αλλά και με το κλάδεμα και έτσι αν υπάρχει ένα παθογόνο σε ένα δέντρο, τότε, πολύ εύκολα μεταδίδεται», σημείωσε ο κ. Παπαδόπουλος.
Εκτός των προαναφερθέντων τρόπων, το ασβέστωμα των δέντρων που ήταν μια συνηθισμένη επιλογή στο παρελθόν, μπορεί να είναι πρόχειρη, όμως, είναι αποτελεσματική λύση. Κι αυτό διότι, όπως εξήγησε ο κ. Παπαδόπουλος, «πολλά είδη εντόμων διαχειμάζουν ανάμεσα στα σχισίματα που έχουν οι κορμοί των δέντρων, με το ασβέστωμα καίγονται».