Υπόμνημα απόψεων που αφορούν στο σύνολο των «καυτών» προβλημάτων που απασχολούν το χώρο της Δικαιοσύνης και έχουν ως στόχο την ορθή και καίρια απονομή της, προσκόμισε το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος στον υπουργό Δικαιοσύνης Νίκο Παρασκευόπουλο κατά τη διάρκεια της συνάντησης που είχαν πριν λίγες ημέρες.
«Τασσόμαστε υπέρ θαρραλέων λύσεων που είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τα χρονίζοντα προβλήματα (δυσκίνητο Σύστημα Ποινικής Δικαιοσύνης, διογκούμενη δικαστική ύλη, υπερποινικοποίηση, τυπικές διαδικασίες, απαρχαιωμένες δικονομικές διατάξεις κ.λπ.)» όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά στο υπόμνημα τους.
Μάλιστα, δηλώνουν έτοιμοι να βοηθήσουν αν χρειαστεί, οι εν λόγω προτάσεις να τύχουν περαιτέρω τεχνικής επεξεργασίας καθώς ήδη έχει συσταθεί, από κοινού με την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, ομάδα εργασίας για επεξεργασία και υποβολή προτάσεων επί των Σχεδίων Κωδίκων.
Οι προτάσεις της Ένωσης Εισαγγελέων αφορούν στις νομοθετικές ρυθμίσεις, την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, υπηρεσιακά ζητήματα αλλά και αλλαγές στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών.
Συγκεκριμένα στο υπόμνημα απόψεων αναφέρεται:
Ι. Πεδίο νομοθετικών ρυθμίσεων
(Α) Κώδικες :
Ποινικός Κώδικας : Έμφαση πρέπει να δοθεί σε μια νέα αντίληψη που θα απαλλάσσει το βασικό αυτό νομοθέτημα από διατάξεις ανεπίκαιρες και απαρχαιωμένες.
Κώδικας Ποινικής Δικονομίας : Έμφαση πρέπει να δοθεί στην προώθηση διατάξεων που : (i) θα υποστηρίζουν την ταχύτητα στις διαδικασίες χωρίς να επηρεάζουν τη δίκαιη κρίση, (ii) θα εισάγουν μικρότερη τυπικότητα στις διαδικασίες, (iii) θα ενθαρρύνουν τις κατά παρέκκλιση του ΣΠΔ διαδικασίες (διαπραγμάτευση-συνδιαλλαγή), (iv) θα εισάγουν πλήρη εφαρμογή της μηχανοργάνωσης των δικαστικών υπηρεσιών και άμεση χρήση των διευκολύνσεων του προγράμματος «e-justice», (v) θα ενισχύουν τον ρόλο του Εισαγγελέα ως δικαστικού λειτουργού με κεντρική θέση στη διαχείριση ποινικής ύλης (παραπομπή και απόρριψη της ποινικής υπόθεσης με απλουστευμένη διαδικασία), (v) θα περιστέλλουν το ενδιάμεσο στάδιο (δικαστικά συμβούλια), (vi) θα ενισχύουν το στάδιο της ανάκρισης και θα το ανάγουν σε στάδιο καίριας σημασίας για την οργάνωση της ποινικής υπόθεσης (πραγματική εξέταση της υπόθεσης και όχι «διαχειριστική» συγκέντρωση εγγράφων, απαλλαγή από χρονοβόρες δυσκίνητες διαδικασίες κ.λπ.).
Ειδικότερα στην κατεύθυνση αυτή είναι δυνατόν:
(a) Να ενισχυθούν θεσμοί διευθέτησης της ποινικής παράβασης κατά παρέκκλιση του Συστήματος Ποινικής Δικαιοσύνης, υπό μορφή «κάμψης» της αρχής της νομιμότητας σε υποθέσεις ήσσονος και μέσης βαρύτητας. Στο πλαίσιο τούτο εντάσσεται ο θεσμός της ποινικής συνδιαλλαγής (plea bargaining), με βάση την πρακτική που από ετών ακολουθείται σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αλλού, ήδη από το στάδιο πριν την έναρξη της ποινικής διαδικασίας. Αυτό αναμένεται να αποφορτίσει σημαντικά το Σύστημα Ποινικής Δικαιοσύνης (οι προβλέψεις του Σχεδίου ΚΠΔ, υπό προϋποθέσεις, δύνανται να συνεισφέρουν θετικά σε τούτο).
(b) να απλουστευθεί το στάδιο της ενδιάμεσης διαδικασίας (Δικαστικά Συμβούλια), και να μειωθεί η δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων.
(c) Να περιορισθεί δραστικά (χρονικά) το στάδιο της κύριας ανάκρισης με θέση κριτηρίων (χρονικών, αριθμητικών) στη δυνατότητα του κατηγορουμένου να υποβάλει αιτήσεις και προσφυγές καταχρηστικά, αόριστες και χωρίς περιορισμό, πράγμα που επάγεται μεγάλη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της ανάκρισης και, συχνά, εξάντληση του μέγιστου επιτρεπόμενου χρονικού ορίου προσωρινής κράτησης, με συνέπεια την ελευθέρωση προφυλακισμένων εγκληματιών πριν παραπεμφθούν σε δίκη.
(d) Ανακριτικές πράξεις όπως η άρση του απορρήτου (επικοινωνιών και τραπεζικού), η κατάσχεση, η δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών κ.λπ. θα πρέπει να γίνεται με συνοπτική (χωρίς αιτιολογία) διάταξη του Ανακριτή, κατά της οποίας να χωρεί προσφυγή και να μην απαιτείται –όπως τώρα- η έκδοση βουλεύματος, που δημιουργεί επιπλέον αναιτιολόγητη καθυστέρηση. Σημειωτέον ότι –τουλάχιστον όσον αφορά στη δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων- ήδη ο Ανακριτής δύναται να το πράξει μονομερώς σε υποθέσεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (Ν 3691/2008), όπως και σε περιπτώσεις του Ν 4022/2011.
(e) Κατάργηση της διάταξης του άρθρου 248 § 5 ΚΠΔ (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 102 § 5 Ν 4139/2013) περί υποχρέωσης ολοκλήρωσης της κύριας ανάκρισης με προσωρινά κρατούμενο, αδιακρίτως της βαρύτητας ή συνθετότητάς της, εντός τεσσάρων (4) μηνών αφότου η δικογραφία περιήλθε στον ανακριτή, καθώς και περί δυνατότητας παράτασης της ανάκρισης για σαράντα (40) ακόμη ημέρες, με βούλευμα του αρμοδίου δικαστικού συμβουλίου. Σημειωτέον ότι η μη τήρηση της προθεσμίας αυτής ανάγεται πλέον σε κώλυμα προαγωγής του δικαστικού λειτουργού στον επόμενο βαθμό, με αντίστοιχη πρόβλεψη στο άρθρο 85 § 2 ΚΟΔΚΔΛ.
(f) Η παραπομπή για τα κακουργήματα στο ακροατήριο θα πρέπει να επεκταθεί και να αναχθεί σε γενικό κανόνα, και να γίνεται –στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό- με απευθείας εισαγωγή στο ακροατήριο του αρμοδίου Δικαστηρίου (όπως τώρα ισχύει για τα ναρκωτικά, φορολογικά κακουργήματα, ληστείες, κλοπές κ.λπ., άρθρο 308 Α ΚΠΔ). Τούτο θα σημάνει σημαντική επιτάχυνση της σχετικής διαδικασίας, που τώρα κατά κανόνα απαιτεί έκδοση βουλεύματος.
(g) Απαιτείται ρεαλιστική αναθεώρηση της υποχρέωσης λεπτομερούς αιτιολόγησης αδιακρίτως όλων των διατάξεων, αποφάσεων κ.λπ. των δικαστικών οργάνων και εξέταση της εξάρτησής της από το είδος της απόφασης ή της διάταξης (εάν δηλαδή πρόκειται για ζήτημα με νομική ή αποδεικτική συνθετότητα). Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να καθιερωθεί η δυνατότητα απόρριψης αιτήσεων, ενδίκων μέσων, ενδίκων βοηθημάτων, προσφυγών κ.λπ. με συνοπτική αιτιολογία, με πρόβλεψη δικαιώματος προσφυγής κατά των απορριπτικών διατάξεων.
(h) Κατάργηση της διάταξης του άρθρου 2 § 1 Ν 4022/2011 (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 76 Ν 4139/2013), περί υποχρέωσης ολοκλήρωσης της προκαταρκτικής εξέτασης υποθέσεων του Ν 4022/2011 από τον Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, εντός δύο (2) μηνών αδιακρίτως της συνθετότητάς τους. Σημειωτέον ότι η μη τήρηση της προθεσμίας αυτής ανάγεται πλέον σε κώλυμα προαγωγής του δικαστικού λειτουργού στον επόμενο βαθμό, με αντίστοιχη πρόβλεψη στο άρθρο 85 § 2 ΚΟΔΚΔΛ.
(Β) Νομοθέτηση:
(a) Θα πρέπει να καθιερωθεί έγκαιρη και ουσιαστική διαβούλευση του Υπουργείου με τους ενδιαφερόμενους φορείς σε όλα τα ζητήματα που αφορούν στην ποινική νομοθέτηση. Χρήσιμη είναι η συμμετοχή εισαγγελέως (σε διαβούλευση με την ΕΕΕ, ώστε να ορίζεται το καταλληλότερο πρόσωπο) στις σχετικές νομοπαρασκευαστικές επιτροπές. Η ποινική νομοθέτηση δεν θα πρέπει να είναι αποσπασματική, ευκαιριακή, μη συστηματικά επεξεργασμένη, ώστε να δημιουργεί σύγχυση και ανασφάλεια σε διαδίκους κ δικαστικούς λειτουργούς.
(b) Έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην απεγκληματοποίηση και αποποινικοποίηση εγκλημάτων ήσσονος απαξίας και στην εκλογίκευση της διαχείρισης της ποινικής ύλης, ιδίως όταν οι σχετικές συμπεριφορές δεν συντρέχει λόγος να τυποποιηθούν ως ποινικές παραβάσεις (ενδεικτικά εδώ μπορούν να αναφερθούν (i) η διάταξη του άρθρου 94 ΚΟΚ που επανήλθε από πταίσμα σε πλημμέλημα με το άρθρο 49 § 1 Ν 4155/2013, (ii) οι υγειονομικές παραβάσεις του άρθρου 43 § 12 Ν 4025/2011 που ομοίως επανήλθε από πταίσμα σε πλημμέλημα με το πιο πάνω άρθρο, (iii) η άσκηση υπαίθριου εμπορίου χωρίς άδεια του άρθρου 31 § 2 Ν 4264/2012 που μπορεί να αντιμετωπιστεί, αντί με ποινικά μέσα, με τα διοικητικά εκείνα του άρθρου 32 του ίδιου νόμου, αλλά και (iv) η αναθεώρηση προς τα πάνω των κατώτερων ορίων οφειλών προς θεμελίωση του εγκλήματος (a) της μη καταβολής προς το Δημόσιο ληξιπρόθεσμων βεβαιωμένων χρεών του άρθρου 25 § 1 α’-δ’ Ν 1882/1990 –τώρα 10.000- και (b) της μη απόδοσης παρακρατούμενων φόρων του άρθρου 18 § 1 Ν 2523/1997 –τώρα από 3.000 ευρώ οφειλόμενο ποσό φόρου σε ετήσια βάση-.
(c ) Είναι αναγκαίο να αναθεωρηθούν άμεσα οι διατάξεις περί δικαστικής συνδρομής με κύρωση της Σύμβασης MLA 2000 και του Πρωτοκόλλου του 2001 (που ήδη έχουν ένα μέρει καταργηθεί κ αντικατασταθεί από άλλα μέσα στην ΕΕ), ενόψει του ότι τα σχετικά νομικά μέσα του ΣτΕ που ακόμη εφαρμόζονται είναι παρωχημένα και δεν παρέχουν τις σύγχρονες δυνατότητες διασυνεργασίας.
(d) Παράλληλα, η ευθυγράμμιση της εθνικής νομοθεσίας με τα ενωσιακά νομικά ποινικά μέσα θα πρέπει να γίνεται με τρόπο που θα τα εντάσσει συστηματικά στο εσωτερικό ποινικό-ουσιαστικό και δικονομικό πλαίσιο, κατά τρόπο που θα τα καθιστά ενιαίο, «ορατό» και πλήρως λειτουργικό και εφαρμόσιμο τμήμα τους.
(ΙΙ) Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών : Είναι σκόπιμη η κατάργηση του χωριστού διαγωνισμού εισαγωγής Εισαγγελέων και δικαστών που συνεπάγεται διπλό κόστος και ταλαιπωρία για τους υποψηφίους. Θα πρέπει να προβλεφθεί κοινό πρώτο στάδιο εκπαίδευσης και να ακολουθεί διαχωρισμός των σπουδαστών ανά κατεύθυνση στη συνέχεια.
(ΙΙΙ) Υπηρεσιακά ζητήματα :
(a) ενεργοποίηση άμεσα όλων των θέσεων εισαγγελέων του πρώτου βαθμού και μεταφορά τους σε κοντινό χρονικό σημείο αντί του Ιουνίου 2016, ώστε να διορθωθεί η δυσλειτουργία των περιφερειακών εισαγγελιών μετά την περικοπή θέσεων εισαγγελέων του πρώτου βαθμού με το ΠΔ 30/2013.
(b) πρόβλεψη θέσεων «Εισαγγελέων φυλακών» σε πόλεις με μεγάλα σωφρονιστικά καταστήματα, στα οποία απαιτείται οιονεί αποκλειστική απασχόληση.
(c) Εξατομικευμένη εξέταση της κατάργησης της φρούρησης που έχει διατεθεί σε δικαστικούς λειτουργούς που έχουν χειριστεί υποθέσεις με βαρύτητα και επικινδυνότητα, καθώς είναι σκόπιμη η προηγούμενη διαβούλευση της αστυνομικής αρχής και της δικαστικής υπηρεσίας που υπηρετούν, προκειμένου να εξετασθεί και αξιολογηθεί εάν εξακολουθεί υφιστάμενος ο κίνδυνος που υπαγόρευσε την χορήγηση φρουράς.
(d) Εκ νέου σχεδιασμός της Εισαγγελίας ως δικαστικής ανεξάρτητης υπηρεσίας, με ανάδειξη του Εισαγγελέα του πρώτου βαθμού σε εκείνον που αυθεντικά διαχειρίζεται την ποινική υπόθεση και την άσκηση της ποινικής δίωξης και με οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων του, σε σχέση με ειδικά (εισαγγελικά ή διωκτικά) σώματα, στα οποία με ειδικούς νόμους έχει υπαχθεί ως «οιονεί προανακριτικός υπάλληλος» παρά το γράμμα και το πνεύμα του ΚΠΔ. Απαιτείται εν προκειμένω επανεξέταση της πρακτικής της δημιουργίας «χωριστών, ειδικών Εισαγγελιών», που δημιουργεί σύγχυση ως προς την αρμοδιότητα χειρισμού των υποθέσεων και διαταράσσει την ορθολογική κατανομή της ποινικής ύλης.
(e) Ενίσχυση της ασφάλειας των δικαστικών εγκαταστάσεων.
(f) Μέριμνα για την καθαριότητα και ευπρεπισμό (θέρμανση-ψύξη) δικαστικών εγκαταστάσεων (λχ στις εγκαταλελειμμένες εγκαταστάσεις του Πρωτοδικείου Αθηνών).
(g) Μέριμνα για τη μετεγκατάσταση του Πρωτοδικείου και της Εισαγγελίας Πρωτοδικών και Εφετών Πειραιά σε ασφαλές κατάλληλο κτίριο.
– Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών:
(a) Κατάργηση των διατάξεων : (α) του άρθρου 17 § 7 Ν 1756/1988 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 86 § 2 Ν 4044/2012) περί έγκρισης και τροποποίησης των κανονισμών των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών από τις οικείες Ολομέλειες των Ανωτάτων Δικαστηρίων. (β) του άρθρου 43 § 3 Ν 1756/1988 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 90 § 1 Ν 4055/2012), περί μη οφειλής μισθού για αδικαιολόγητη καθυστέρηση παράδοσης δικογραφιών κ.λπ. κατά την κρίση του διευθύνοντος το οικείο Δικαστήριο κ.λπ. (γ) του άρθρου 44 § 11 Ν 1756/1988 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 90 § 2 Ν 4055/2012) περί μη χρήσης δικαστικών διακοπών εάν, κατά την κρίση του προϊστάμενου του δικαστικού λειτουργού, υπάρχει κίνδυνος ουσιώδους καθυστέρησης στην έκδοση αποφάσεων κ.λπ. (δ)του άρθρου 85 § 2 Ν 1756/1988 (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 93 § 6 Ν 4139/2013) στο οποίο ανάγεται σε ουσιαστικό στοιχείο προαγωγής στον επόμενο βαθμό η τήρηση από το δικαστικό λειτουργό των (εξωπραγματικών) προθεσμιών ολοκλήρωσης της προκαταρκτικής εξέτασης στις υποθέσεις διαφθοράς (Ν 4022/2011) και της κύριας ανάκρισης με προσωρινά κρατουμένους στις λοιπές περιπτώσεις.
(b) Εκ νέου πρόβλεψη χορήγησης εκπαιδευτικής άδειας απουσίας και στην ημεδαπή, με αντίστοιχη τροποποίηση του άρθρου 46 Ν 1756/1988.