Τα μεγάλης αξίας δώρα (π.χ. διαμέρισμα, αυτοκίνητο κ.λπ.) που γίνονται στο πλαίσιο μιας ελεύθερης συμβίωσης πρέπει να επιστρέφονται εάν λήξει η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο συντρόφων ή εάν πεθάνει ο ένας από τους δύο (οπότε δεν μπορούν να καταλήξουν στους συγγενείς κληρονόμους του άλλου).
Ανατρέποντας αντίθετη εφετειακή απόφαση, ο Άρειος Πάγος δέχθηκε κατά πλειοψηφία (4-1 ψήφοι) ότι μπορεί να αναζητείται δικαστικά η επιστροφή τέτοιων μεγάλης αξίας δώρων, με βάση τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, όταν έρχεται το τέλος μιας ελεύθερης συμβίωσης.
Έτσι ο ΑΠ «άναψε πράσινο φως» για να μπορέσει μια γυναίκα να διεκδικήσει δικαστικά όλα τα δώρα (ακίνητα, ΙΧ, κ.λπ. ή τη χρηματική τους αξία) που είχε κάνει στον φίλο της με τον οποίο συζούσε σε ελεύθερη σχέση, χωρίς γάμο και ο οποίος μετά 15 χρόνια σχέσης πέθανε και τον κληρονόμησε η αδελφή του.
Με μια απόφαση-μπούσουλα το ανώτατο δικαστήριο έρχεται να ξεκαθαρίσει το τοπίο όσον αφορά την τύχη των περιουσιακών στοιχείων στην περίπτωση ζευγαριών που συζούν ελεύθερα (χωρίς σύμφωνο συμβίωσης) και χωρίζουν λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων ή λόγω θανάτου, όπως αναφέρει σημερινό δημοσίευμα του «Έθνους».
Στην αρεοπαγιτική απόφαση τονίζεται ότι στο πλαίσιο της ελεύθερης συμβίωσης υπάρχουν καθημερινά συνηθισμένες παροχές από τον έναν προς τον άλλον, που γίνονται από ελευθεριότητα και χωρίς πρόθεση λήψης ανταλλάγματος. Στις περιπτώσεις αυτές δεν μπορεί να γίνει λόγος για πλουτισμό του άλλου και δεν μπορεί να αξιωθεί η επιστροφή των σχετικών δώρων με τις διατάξεις του ΑΚ περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Αντίθετα, τονίζει ο ΑΠ, δεν ισχύει το ίδιο όταν υπάρχει παροχή περιουσιακών στοιχείων μεγάλης αξίας, η οποία προϋποθέτει και έχει ως βάση και «θεμέλιο» τη συμβιωτική σχέση των δύο συντρόφων. Έτσι, εάν κατά την ελεύθερη συμβίωση υπήρξε πλουτισμός ενός εκ των συμβιούντων συντρόφων από την περιουσία του άλλου και η περιουσιακή αυτή βελτίωση έγινε με την προοπτική γάμου ή στο πλαίσιο της «κοινωνίας βίου», τότε στην περίπτωση που σταματά η ελεύθερη συμβίωση παύει να υπάρχει και η θεμελιώδης αιτία χάριν της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και μπορεί να αναζητηθεί η επιστροφή των περιουσιακών στοιχείων.