Δυσοίωνες είναι οι προβλέψεις του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης για τις προοπτικές της απασχόλησης στην Ελλάδα, αφού σύμφωνα με την έκθεσή του Employment Outlook 2014, η ανεργία στη χώρα θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα (κοντά στο 27%) μέχρι το τέλος του 2015.
Η έκθεση προβλέπει ότι τα μέσα ποσοστά ανεργίας θα μειωθούν ελαφρά τους επόμενους 18 μήνες στην περιοχή του ΟΟΣΑ- από 7,4% στα μέσα του 2014 στο 7,1% στο τέλος του 2015. Η μακροχρόνια ανεργία μάλλον έχει κορυφωθεί, σημειώνει η έκθεση, αλλά παραμένει μεγάλη απειλή. Πάνω από 16 εκατομμύρια άτομα στις χώρες του ΟΟΣΑ -περισσότερα από το ένα τρίτο των ανέργων- ήταν χωρίς εργασία τουλάχιστον επί 12 μήνες στο πρώτο τρίμηνο του 2014, σχεδόν διπλάσιος αριθμός σε σχέση με την αρχή της κρίσης.
«Στις χώρες που επλήγησαν περισσότερο, κυρίως στη Νότια Ευρώπη, αυτό έχει οδηγήσει σε μία αύξηση της διαρθρωτικής ανεργίας που δεν θα αντιστραφεί αυτόματα με την ενίσχυση της ανάπτυξης της οικονομίας», προειδοποιεί ο ΟΟΣΑ, προσθέτοντας: «Οι πολιτικοί πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στις προσπάθειες να βοηθηθούν οι μακροχρόνια άνεργοι για να επιστρέψουν στην εργασία με περισσότερη βοήθεια αναζήτησης εργασίας σε προσωπικό επίπεδο και προγράμματα εκπαίδευσης».
Ειδικότερα για την Ελλάδα, ο ΟΟΣΑ σημειώνει ότι το ποσοστό ανεργίας μένει καθηλωμένο κοντά στο υψηλότερο επίπεδό του από τότε που άρχισε η κρίση (27,2% τον Μάιο του 2014) και προβλέπει ότι η ανεργία θα παραμείνει υψηλή (περί το 27%) έως το τέλος του 2015. Η Ελλάδα, αναφέρει η έκθεση, έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Το ποσοστό αυτό αυξήθηκε από το 49% στο 71% μεταξύ του τέταρτου τριμήνου του 2007 και του πρώτου τριμήνου του 2014. «Η τάση αυτή είναι ιδιαίτερα ανησυχητική για τα βάσανα που υφίστανται τα θιγόμενα άτομα και οι οικογένειές τους. Συμβάλλει, επίσης, δυνητικά στην αύξηση της διαρθρωτικής ανεργίας ως αποτέλεσμα της υποβάθμισης των δεξιοτήτων και της μείωσης του κινήτρου για την εύρεση εργασίας. Αυτό θα μπορούσε να έχει ορατά αποτελέσματα στις προοπτικές μακροχρόνιας καριέρας όσων υφίστανται μεγάλες περιόδους ανεργίας», τονίζει ο ΟΟΣΑ.
Η έκθεση αναφέρει ότι η μείωση των πραγματικών μισθών στην Ελλάδα ήταν από τις μεγαλύτερες μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ (πάνω από 5% ετησίως κατά μέσο όρο από το πρώτο τρίμηνο του 2009). «Αν και η μεγάλη μείωση των μισθών συνέβαλε στη μερική αντιστροφή της διαφοράς που υπήρχε με τη Γερμανία όσον αφορά στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, η αύξηση της ωριαίας παραγωγικότητας της εργασίας παρέμεινε επίμονα αρνητική από την αρχή της κρίσης», σημειώνει ο ΟΟΣΑ, προσθέτοντας: «Περαιτέρω προσαρμογές των μισθών θα είναι πιθανόν δύσκολο να γίνουν και θα μπορούσαν να αυξήσουν τον αριθμό των φτωχών εργαζομένων. Για τον λόγο αυτόν, πρέπει να γίνουν περισσότερα για να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα στις αγορές προϊόντων και να προωθηθούν πολιτικές στην αγορά εργασίας που ευνοούν τη μετακίνηση των εργαζομένων μεταξύ των τομέων».
Η έκθεση αναφέρει ότι η Ελλάδα έχει επίπεδο «ποιότητας εισοδημάτων» (επίπεδο εισοδημάτων και βαθμό ανισότητάς τους) κοντά στον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, αλλά οι επιδόσεις της είναι χαμηλές όσον αφορά την ασφάλεια στην αγορά εργασίας (τον κίνδυνο να μείνει κανείς άνεργος και τη διαθεσιμότητα προσωρινής εισοδηματικής ενίσχυσής του) και την ποιότητα του εργασιακού περιβάλλοντος (τη φύση της εργασίας, τις διευθετήσεις του χρόνου εργασίας και τις σχέσεις). «Ο συνολικός κίνδυνος να μείνει κανείς άνεργος και η αναμενόμενη διάρκεια του διαστήματος που θα μείνει άνεργος είναι μεταξύ των υψηλότερων, ενώ οι μηχανισμοί ασφάλισης κατά της ανεργίας (η κάλυψη με επιδόματα και η γενναιοδωρία της ασφάλισης της ανεργίας) είναι μεταξύ των ασθενέστερων μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ», σημειώνει η έκθεση. «Για όσους εργάζονται, η ποιότητα του εργασιακού περιβάλλοντος βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα. Οι Έλληνες εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν υπερβολικές εργασιακές απαιτήσεις με ανεπαρκείς πόρους για να καλύψουν τις απαιτήσεις της εργασίας τους. Αυτή η κατάσταση δεν εμποδίζει μόνο την παραγωγικότητα, αλλά μπορεί να έχει ισχυρές αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία των εργαζομένων», προσθέτει ο ΟΟΣΑ.