Την πεποίθηση ότι η Θεσσαλονίκη δεν πρόκειται να αποκτήσει μετρό πριν από το 2020 ή και το 2023, «όσο καλά και να πάμε από εδώ και πέρα και όποιον σταθμό και να καταργήσουμε», εξέφρασε σήμερα ο πρόεδρος των Σωματείου Εργαζομένων, Χάρης Κυπριανίδης, σε συνέντευξη Τύπου για το θέμα, παρουσία του προέδρου του Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου, Παναγιώτη Τσαραμπουλίδη.
Ισχυρίστηκε δε ότι οι καθυστερήσεις που έχουν ανακύψει με τις αρχαιότητες στον σταθμό Βενιζέλου του μετρό, είναι απλώς το «χαλί» κάτω από το οποίο κρύβονται τα πραγματικά προβλήματα του έργου, ήτοι οι απαλλοτριώσεις, τα οικονομικά ζητήματα και τα θέματα μηχανικού.
Ακόμη και οι δύο μετροπόντικες, επισήμανε, που ανακοινώθηκε ότι «πιάνουν δουλειά», απλά θα αποθηκευτούν στον σταθμό της Ν. Ελβετίας, όπου μεταφέρονται, και δεν πρόκειται να λειτουργήσουν, όσο δεν κατασκευάζονται οι διαφραγματικοί τοίχοι στη Βούλγαρη, εξαιτίας των εκεί προβλημάτων.
Ο γενικός γραμματέας του σωματείου, αρχαιολόγος Δημήτρης Παπάς, διευκρίνισε ότι απομένει να ολοκληρωθεί το 28% των ανασκαφών. «Φοβόμαστε», είπε, «ότι οι πρόσθετοι πόροι, ύψους 42 εκατ. ευρώ, που τελούν υπό τελική έγκριση για τις αρχαιότητες, δεν είναι επαρκείς». Σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, πρόσθεσε ότι η σύμβαση γι’ αυτά τα 42 εκατ. ευρώ (εκ των οποίων 10 εκατ. προορίζονται για την εφαρμογή οποιασδήποτε απόφασης -π.χ., περί απόσπασης κι ανάδειξης των αρχαιοτήτων- στον σταθμό Βενιζέλου), δεν έχει καν φτάσει στο Ελεγκτικό Συνέδριο μέχρι στιγμής, ώστε ακολούθως να κυρωθεί απ’ τη Βουλή.
Υπενθυμίζεται ότι, μέχρι στιγμής έχουν εγκριθεί για τα αρχαιολογικά έργα του μετρό Θεσσαλονικης πόροι ύψους 92 εκατ. ευρώ (σ.σ. δεν συνυπολογίζονται τα 42 εκατ), εκ των οποίων έχουν δαπανηθεί 85 εκατ.
Ο κ. Παπάς εξέφρασε ακόμη την απογοήτευσή του για την απόσυρση της μελέτης με αντικείμενο την αξιοποίηση των αρχαιοτήτων στη Βενιζέλου από την ημερήσια διάταξη της σημερινής συνεδρίασης του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ), καθώς αυτό σημαίνει ότι στην καλύτερη περίπτωση το ζήτημα θα συζητηθεί μετά τον Σεπτέμβριο και άρα θα υπάρξουν νέες καθυστερήσεις.
Οι δύο ομιλητές ανέφεραν, τέλος, ότι η αντιμετώπιση των εργαζομένων στο έργο είναι κακή. Έκαναν λόγο για άθλιες συμβάσεις με μειώσεις μισθών και αντισυνταγματικούς όρους για τους εργαζομένους, που τούς στερούν τα προβλεπόμενα δικαιώματα από την εργατική νομοθεσία. Πρόσθεσαν δε, ότι, αν χρειαστεί, θα επικαλεστούν δικαστική απόφαση του 2012, που τους είχε δικαιώσει ως προς αιτήματά τους.