Εκείνο το πρωινό της προηγούμενης Τρίτης πρέπει να κοιμήθηκα ελάχιστα. Δύσκολα μπορώ να θυμηθώ έστω και μια φορά να πετάγομαι από το κρεβάτι τόσο εύκολα όταν χτυπά το ξυπνητήρι. Φαντάζομαι πως ο οργανισμός μου είχε μπει σε «λειτουργία πτήσης». Ούτε ακριβώς «σβηστός», δηλαδή, αλλά ούτε και σε πλήρη λειτουργία.
Ντύθηκα αδιανόητα γρήγορα και αμέσως πήρα το δρόμο για τον σταθμό του ηλεκτρικού. Ούτε το συνηθισμένο πρώτο τσιγάρο της ημέρας δεν έκατσα να κάνω. Βγήκα από το σπίτι και κοίταξα προς κάθε κατεύθυνση πολύ προσεκτικά. Με ματιά διερευνητική. Σα να ήμουν σίγουρος πως κάποιος με παρακολουθούσε. Ακόμα μπορώ να θυμηθώ τα πρόσωπα εκείνων που συνάντησα. Όταν σιγουρεύτηκα πως όλα ήταν καλά, ξεκίνησα.
Έφτασα στο τρένο και μπήκα μέσα. Συνειδητοποίησα πως κάνεις άλλος μέσα σε εκείνο το βαγόνι δεν είχε τη δική μου (στα όρια του ψυχωτικού) συμπεριφορά.
Όλα ήταν φυσιολογικά. Όσο φυσιολογικά μπορεί να είναι μέσα σε συνθήκες lockdown.
Τότε; Είναι δεδομένο πως το μυαλό παίζει διάφορα παιχνίδια. Κάποια από αυτά τόσο επικίνδυνα που μπορεί να σε αποτραβήξουν από την πραγματικότητα.
Στη διαδρομή, τσέκαρα πως είχα μαζί μου την ταυτότητα αλλά και το χαρτί που βεβαίωνε πως ως δημοσιογράφος μπορώ και πρέπει να κινούμαι ελεύθερα στο κέντρο της Αθήνας για την κάλυψη των γεγονότων.
Απαγόρευση 40 χρόνια μετά
Ελεύθερα! Τι περίεργη λέξη. Πόση φόρτιση κουβαλάει μαζί της και πόσο εύκολα -σαν μια πέτρα που κάποιος έσκυψε και πήρε από το δρόμο- μπορεί να γκρεμίσει τη βιτρίνα που έχεις μπροστά σου. Μαζί με το είδωλό της.
Αυτή ήταν η 20ή πορεία για την εξέγερση του Πολυτεχνείου, που θα κάλυπτα ως ρεπόρτερ. Καμία προηγούμενη, ωστόσο, δεν ήταν σαν κι αυτή. Αυτό το ήξερα από την πρώτη στιγμή που μου πέρασε από το μυαλό πως θα είναι μια απαγορευμένη πορεία. Και η αλήθεια είναι πως το σκέφτηκα πολύ καιρό πριν. Όταν άρχισαν και πάλι να αυξάνονται τα κρούσματα.
Η ιδέα ήταν απλή: Όταν το «όχι» (του κράτους) γίνεται «ναι» (θέλω) γιατί «πρέπει» (να ενημερώσω το κοινό. Αυτή είμαι η δουλειά μου. Το μετερίζι το δικό μου).
Σε μια κουβέντα ένας φίλος το έβαλε ως πιθανό σενάριο. «Τι θα κάνουμε σε περίπτωση που απαγορευτεί η πορεία για το Πολυτεχνείο»;
Τη στιγμή εκείνη έτυχε να κοιτώ έναν άλλο φίλο που μόλις είχε τραβήξει μια μεγάλη τζούρα από το τσιγάρο του. «Θα είναι η πρώτη απαγορευμένη πορεία του Πολυτεχνείου, μετά από εκείνη του 1980 που σκότωσαν τον Κουμή και την Κανελλοπούλου», είπε και έβγαλε τον καπνό από μέσα του. Σαν ασπρόμαυρη εικόνα, βγαλμένη θαρρείς, από βιβλίο του Στέργιου Κατσαρού.
Μέσα σε εκείνο το βαγόνι, λοιπόν, και σε κάτι που έμοιαζε με αυτο-ψυχανάλυση κατάφερα να βρω τον λόγο για τον οποίο είχα εκείνη την συμπεριφορά. Εκείνο το «απαγορεύεται» ήταν που το δημιούργησε όλο αυτό. Ακόμα και σ’ εμένα που είχα μαζί μου το χαρτί που μου επέτρεπε να κινούμαι «ελεύθερα».
Θυμήθηκα τις εικόνες από εκείνη την πορεία το Νοέμβρη του ‘80. Το σακατεμένο πρόσωπο του Κουμή. Το τσακισμένο κορμί της Κανελλοπούλου. Τις διηγήσεις και τις μαρτυρίες των παλαιότερων για το ατελείωτο ξύλο, για το δίχως κανένα έλεος κυνηγητό της αστυνομίας σε όσους τόλμησαν να αψηφήσουν το απαγορευτικό και βγήκαν στους δρόμους.
Το αποκλεισμένο κέντρο και οι διαδοχικοί έλεγχοι
«Έτσι θα είναι άραγε και σήμερα»; αναρωτήθηκα την ώρα που ανέβαινα με τις κυλιόμενες σκάλες για να βγω στην Πανεπιστημίου. Το πρώτο πράγμα που είδα να ξεπροβάλει ήταν τα καπέλα δυο αστυνομικών. «Καλώς όρισες στο απαγορευμένο κέντρο» σκέφτηκα.
Όταν ανακαλώ στη μνήμη μου εκείνες τις πρώτες στιγμές είμαι σχεδόν σίγουρος πως έκανε πάρα πολύ κρύο. Δεν θυμάμαι αν όντως είχε τόσο κρύο. Η αίσθηση πάντως ήταν αυτή…
Με το που στρίβω στην Πατησίων πέφτω πάνω στον πρώτο έλεγχο. «Καλά ξεκινήσαμε».
Ούτε 100 μέτρα αργότερα, δεύτερος έλεγχος. Ο τρίτος έλεγχος στο ύψος της Κάνιγγος έγινε από ασφαλίτη. Αντέδρασα, αντέδρασε, έγιναν οι απαραίτητες διευκρινήσεις για τα εκατέρωθεν νευράκια και συνέχισα τη μοναχική μου πορεία προς το Πολυτεχνείο. Τα πράγματα, πλέον, ήταν ξεκάθαρα. Αυτή θα ήταν μια πολύ δύσκολη ημέρα.
Στη γωνία της Πατησίων με τη Στουρνάρη με σταματάνε για τέταρτη φορά. Ίσως τους προκαλούσαν τα μαύρα ρούχα που φορούσα και τα μακριά γένια. Δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλιώς.
Ευγενέστατος ο τελευταίος αστυνομικός, δεν μπορώ να πω. Αξιωματικός. Αργότερα και όσο η νύχτα μαζί με τις προστατευτικές μάσκες έκαναν τις μορφές πιο δυσδιάκριτες, με έλεγξε άλλες δυο φορές. Μέχρι την τελευταία που ακόμα και ο ίδιος έβαλε τα γέλια.
Είχε νυχτώσει πια. Στο κέντρο όλα είχαν επανέλθει στην πρωινή παγωμάρα και έτσι εγώ βρήκα την ευκαιρία να πιάσω συζήτηση μαζί του και να τον ρωτήσω αν όλο αυτό που έγινε ήταν φυσιολογικό και αν ο ίδιος το θεωρεί αναγκαίο. «Τι σημαίνει φυσιολογικό και πώς ορίζουμε το αναγκαίο», ήταν η μάλλον διπλωματική απάντησή του. Προσπάθησα να δω τα όρια του και τον ρώτησα αν θεωρεί ποτέ πως αυτό που γεννά τη βία είναι η βία. «Δυστυχώς η βία πολλές φορές είναι και αναγκαία και αναπόφευκτη».
Σε αυτό το παιχνίδι της γάτας και του ποντικού (χωρίς ακόμα να είμαι σίγουρος για το ποιος ήταν ποιος σε εκείνη την κουβέντα) μου πέρασε από το μυαλό να τον ρωτήσω για το πόσο αναπόφευκτη ήταν μια επίθεση με αύρες, ΜΑΤ και μοτοσικλετιστές της «ΔΡΑΣΗ» σε ανθρώπους που εμφανώς δεν είχαν καμία διάθεση για μάχη καθώς ήταν ξεκάθαρο ότι δεν είχαν προετοιμαστεί για κάτι τέτοιο. Δεν το έκανα. Δεν είχε και νόημα, άλλωστε.
Οι στιγμές ανάτασης μιας ψυχρής και βουβής ημέρας
Πριν τα δακρυγόνα γεμίσουν τα μάτια μας με «ξυραφάκια» και τα χημικά να κόψουν την ανάσα μας, είχα προλάβει να δω ένα μάλλον γυναικείο κεφάλι να ξεπροβάλει πίσω από κάτι στόρια σε ένα γραφείο πρώτου ορόφου σε πολυκατοικία στην Πανεπιστημίου. Την παρακολουθούσα αρκετή ώρα. Υποθέτω πως ο φόβος ήταν αυτός που δεν επέτρεψε σε εκείνη τη γυναίκα να σηκώσει τα στόρια ώστε να βλέπει με την άνεσή της αλλά προτίμησε απλά να τα παραμερίσει λίγο.
Φόβο που σίγουρα δεν είχε η κ. Μαρία. Η γυναίκα που πήγε να αφήσει ένα λουλούδι στην πόρτα του Πολυτεχνείου και λίγο έλειψε να της κοστίσει 300 ευρώ.
Όταν την είδα να περπατάει μόνη της και με βήμα σταθερό και σίγουρο προς την πύλη ήμουν σχεδόν σίγουρος πως δύσκολα θα την γλίτωνε. Είχαν περάσει κι άλλοι άνθρωποι (μεμονωμένα και με μάσκες) και είχαν αφήσει ένα λουλούδι και στη συνέχεια πέρασαν κι άλλοι. Κανείς δεν είχε τραβήξει τα βλέμματα των αστυνομικών έτσι. Για κανέναν δεν κινητοποιήθηκαν πέντε αστυνομικοί για να τον κυκλώσουν. Για κανέναν δεν ήρθε περιπολικό της Άμεσης Δράσης με υψηλόβαθμο αξιωματικό μέσα.
Το καλό με το να είσαι ρεπόρτερ χωρίς το «ματσούκι» της τηλεόρασης και τους μεγάλους και τρομακτικούς φωτογραφικούς φακούς, είναι πως οι άνθρωποι σου ανοίγονται πιο εύκολα. Όταν άφησε το λουλούδι την πλησίασα και την ρώτησα αν μπορεί να δικαιολογήσει την έξοδό της αυτή γιατί… «έρχονται μπελάδες». Μου είπε πως έχει τα απαραίτητα χαρτιά. Την είδα να κοιτά προς το μέρος των αστυνομικών που ολοένα και την πλησίαζαν. Της είπα πως δεν έχει να φοβηθεί κάτι και πως είμαστε και εμείς εδώ. Εκείνη με αποστόμωσε λέγοντας μου: «δεν φοβάμαι κανέναν. Είμαι εδώ που έπρεπε να είμαι. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς».
Αυτή ήταν η μοναδική στιγμή ανάτασης εκείνη την ημέρα. Ψέματα! Υπήρχε και μια ακόμα.
Η στιγμή που το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών από το μπαλκόνι της πολυκατοικίας στην οδό Στουρνάρη άνοιξε την μικροφωνική που είχε στήσει και έσπασε εκείνη την παγωμένη σιωπή που είχε καλύψει τα πάντα. Διάβαζαν αποσπάσματα από τους «Ανθρωποφύλακες» του αξέχαστου Περικλή Κοροβέση και έβαζαν στη διαπασών τα τραγούδια από το θρυλικό «Μεγάλο μας Τσίρκο» όπου ο Ξυλούρης και η συγκλονιστική Τζένη Καρέζη προειδοποιούσαν τον λαό πως «οι αγώνες πού ‘χεις κάνει δε φελάνε, το αίμα το χυμένο αν δεν ξοφλάνε».
Όταν την επόμενη ημέρα με ρώτησε ο γιος μου πώς ήταν στο Πολυτεχνείο, ήθελα να του τα πω όλα για να ξέρει. Σχεδόν ταυτόχρονα σκέφτηκα πως με την ψυχολογία στο ναδίρ αφού το σχολείο έκλεισε και δεν μπορεί πλέον να δει τους φίλους του, μια τέτοια κουβέντα θα ήταν λάθος.
«Καλά ήταν. Αλλά θα ήταν ακόμα καλύτερα αν ήσουν εσύ και η αδερφή σου εκεί. Άντε να κάνουμε λίγο υπομονή, να τελειώσουμε με τον κορονοϊό και τις απαγορεύσεις και του χρόνου να πάμε πάλι όλοι μαζί» του είπα. Μου χαμογέλασε, μου έκλεισε το μάτι και πήγε να κάνει μια ακόμα προσπάθεια μπας και καταφέρει να μπει στο Webex για να κάνει μάθημα.