Μια από τις προτεραιότητες της Μεταπολίτευσης ήταν να δικαστούν οι υπαίτιοι της σφαγής του Πολυτεχνείου.
Έτσι λοιπόν, στις εννέα το πρωί της Πέμπτης 16 Οκτωβρίου 1975, στην ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα των Φυλακών Κορυδαλλού που προηγουμένως είχαν δικαστεί οι Απριλιανοί, κάθισαν 32 στελέχη του καθεστώτος για εγκλήματα που σύμφωνα με το κατηγορητήριο διέπραξαν κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου (15-17 Νοεμβρίου 1973) αλλά και τις ημέρες που ακολούθησαν, αφού είχε κηρυχθεί στρατιωτικός νόμος με συνέπεια να χάσουν τη ζωή τους αρκετοί πολίτες τα επόμενα εικοσιτετράωρα, όχι μόνο πέριξ του πανεπιστημιακού ιδρύματος αλλά και σε απομακρυσμένες περιοχές της Αθήνας από «ευσυνείδητους» αστυνομικούς της ΕΑΤ-ΕΣΑ.
Η δίκη κράτησε δυόμιση μήνες, με τις συνεδριάσεις να διεξάγονται όλες τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας μέχρι και την προπαραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1976.
Τα όσα ακούστηκαν από τους περίπου 290 μάρτυρες (237 κατηγορίας και 47 υπεράσπισης) προκάλεσαν σοκ τόσο στον πρόεδρο του Πενταμελούς Εφετείου Ιωάννη Κουσουλό, τον εισαγγελέα της έδρας Νικόλαο Γανώση και τους υπόλοιπους δικαστές όσο και στο ακροατήριο που είχε γεμίσει ασφυκτικά την αίθουσα.
Μια νεαρή κοπέλα, η Ειρήνη Μουστάκα, κατέθεσε ότι τον Νοέμβριο του 1973 ήταν μαθήτρια λυκείου. Την Παρασκευή 16 εκείνου του μηνός γύριζε από το φροντιστήριο που βρισκόταν στο κέντρο της Αθήνας προς το σπίτι της στην Κηφισιά.
Πήγε να πάρει τον ηλεκτρικό αλλά διαπίστωσε ότι τα δρομολόγια δεν εκτελούνταν. Βρίσκει έναν τηλεφωνικό θάλαμο στην πλατεία Βικτωρίας και επικοινωνεί με τον πατέρα της για να του πει ότι θα αργήσει. Ο πατέρας της, την συμβουλεύει να μείνει εκεί που βρίσκεται μέχρι να έρθει να την πάρει. Μόλις η κοπέλα βγαίνει από τον θάλαμο, αισθάνεται κάτι ζεστό να της διαπερνά το μάγουλο.
[sidequote]Η Ειρήνη Μουστάκα όση ώρα μιλούσε στο δικαστήριο κρατούσε στο χέρι τη σφαίρα που δέχθηκε[/sidequote]
Το πρόσωπό της πλημμυρίζει στα αίματα. Ένας ελεύθερος σκοπευτής μόλις την είχε πυροβολήσει από την ταράτσα ενός κοντινού κτιρίου. «Ένιωσα μια γλυκιά αίσθηση στο μάγουλο και στη συνέχεια ένα βόμβο μέσα στο στόμα μου λες και έσκασε βόμβα. Και βλέπω έναν πίδακα αίματος να ξεπηδάει από το στόμα μου» θα πει αργότερα. Η σφαίρα είχε τρυπήσει το μάγουλό της, είχε κόψει τη γλώσσα και είχε καρφωθεί στο σαγόνι. Έζησε από θαύμα. Όση ώρα μιλούσε στο δικαστήριο κρατούσε στο χέρι τη σφαίρα, την οποία έδειχνε προς την έδρα. Από τη βαλλιστική εξέταση αποδείχθηκε ότι είχε φύγει από όπλο του Ελληνικού Στρατού.
Συγκλονιστική όμως ήταν και η κατάθεση του 21χρονου Αντώνη Αγριτέλη, προσωπικού οδηγού του ταξίαρχου Νικόλαου Ντερτιλή, ενός δηλαδή εκ των πρωταίτιων της Χούντας. Στην ένορκη βεβαίωση που κατατέθηκε στο δικαστήριο ανέφερε πως «την Παρασκευή το απόγευμα (σ.σ. της 16ης Νοεμβρίου 1973) τον παρέλαβα από το σπίτι του και τον μετέφερα με το τζιπ στην Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών στην οδό Σταδίου 10, γύρω στις επτά το βράδυ. Κατά τις 10 η ώρα βγήκε ο Ντερτιλής μαζί με κάποιον ανώτερο αξιωματικό της Αστυνομίας και έφυγαν. Πότε επέστρεψαν δεν τους αντελήφθην.
Στις 4 ή 4:30 ξημερώνοντας Σάββατο (σ.σ. 17 Νοεμβρίου) παρέλαβα τον Ντερτιλή και τον μετέφερα από την ΑΣΔΕΝ στο Πολυτεχνείο με το τζιπ. Σταμάτησα κοντά στην κατεστραμμένη πύλη, ο Ντερτιλής κατέβηκε και συζητούσε με κάποιον αξιωματικό της Αστυνομίας. Ξαφνικά αντελήφθην φασαρία και φωνές προς τη μεριά της διασταύρωσης Πατησίων και Στουρνάρα. Παρετήρησα ότι αστυφύλακες έδερναν έναν νεαρό. Ξαφνικά αυτός κατόρθωσε να αποσπασθεί από τους αστυφύλακες. Τότε ο Ντερτιλής, που μόλις είχε αντιληφθεί το επεισόδιο, έβγαλε από το μπουφάν του το περίστροφό του και πυροβόλησε χωρίς να πολυσκεφθεί.
Ο νεαρός έπεσε σαν κοτόπουλο. Έμεινε επί τόπου ακριβώς στην διασταύρωση Πατησίων και Στουρνάρα, προς την πλευρά της Ομόνοιας. Εγώ φαντάστηκα ότι του έριξε στα πόδια και περίμενα να κινηθεί. Όταν όμως είδα να σχηματίζεται μια λίμνη από αίμα και μια μικρή άσπρη λιμνούλα από μυαλά, κατάλαβα ότι τον πυροβόλησε στο κεφάλι και ήταν ήδη νεκρός. Μετά, σαν να μη συνέβαινε τίποτα, μπήκε στο τζιπ και κτυπώντας με στην πλάτη, μου είπε «με παραδέχεσαι ρε; Σαράντα πέντε χρονών άνθρωπος και με τη μια τον πέτυχα στο κεφάλι». Εγώ τα είχα χάσει και ήμουνα φοβερά ταραγμένος και φοβισμένος.
Συνεχίσαμε προς την Πατησίων και φθάσαμε στο Μουσείο. Εκεί κάποιος υπάλληλος των τρόλεϊ ήταν μπλοκαρισμένος και οι αστυφύλακες του φώναζαν και τον έσπρωχναν. Ο Ντερτιλής κατέβηκε απ’ το τζιπ, κόλλησε το περίστροφό του στο στομάχι του ανθρώπου και τον φοβέριζε ότι θα τον σκοτώσει αν δεν εξαφανιστεί.
[sidequote]Ο πρόεδρος της έδρας δάκρυσε πολλές φορές με όσα άκουγε και καλυπτόταν για να μην τον πάρουν χαμπάρι[/sidequote]
Μετά προχωρήσαμε προς τον ΟΤΕ όπου ευρίσκοντο αρκετοί πολίτες. Ο Ντερτιλής έβγαλε το περίστροφό του και άρχισε να πυροβολεί χωρίς να μπορώ να διαπιστώσω αν χτυπήθηκε κανείς. Από τον ΟΤΕ γυρίσαμε πίσω και φθάσαμε στα Χαυτεία ακριβώς έξω από τον. Ενώ δεν είχαμε σταματήσει ακόμη, ο Ντερτιλής αντελήφθη πάνω από τον Κινηματογράφο «Αλάσκα» πολίτες που είχαν αποκλεισθεί. Κατέβηκε αμέσως από το αυτοκίνητό του και διέταξε τους ΛΟΚατζήδες να κάνουν έφοδο και να τους πιάσουν. Ο ίδιος έδινε διαταγές με το περίστροφο στο χέρι λέγοντας: “Βαράτε στο ψαχνό, πέντε παλιόπαιδα θα μας κάνουν ό,τι θέλουν;” Μετά από λίγο, οι ΛΟΚατζήδες κατέβασαν τριάντα περίπου άτομα και τους έβαλαν επάνω σε καμιόνια και τους πήραν.
Από το σημείο εκείνο φύγαμε και πήγαμε στην οδό Γ΄ Σεπτεμβρίου και Μάρνη, σε μια υπηρεσία της Χωροφυλακής. Το διεπίστωσα αυτό, γιατί μόλις κατέβηκε ο Ντερτιλής έτρεξαν οι Χωροφύλακες και τον υποδέχτηκαν. Αυτός όμως τους είπε, σαν να τους μάλωνε, «τι φοβάστε ρε; Βαράτε στο ψαχνό, εγώ έκανα την αρχή.”. Τότε κατάλαβα ότι είχε μαθευτεί η πράξις του Ντερτιλή. Μετά από μέρες με ρώτησε ο Ντερτιλής: “Θυμάσαι ρε, αυτόν που πυροβόλησα στο Πολυτεχνείο; Ε, τη γλύτωσε τελικά».
Φυσικά ήταν προφανής ο σκοπός του, ήθελε να απαλύνει την τρομερή εντύπωση που μου είχε δημιουργήσει με τον φόνο που έκανε εν ψυχρώ και να τον λησμονήσω. Αλλά το φοβερό αυτό γεγονός θα το θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή. Έκανα πως τον πίστεψα αλλά δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία ότι ο νεαρός ήταν νεκρός. Πράγμα που το διάβασα αργότερα στις εφημερίδες. Μετά από αρκετές μέρες μ’ έδιωχναν με δυσμενή μετάθεση στο Πολύκαστρο. Με κάλεσε ο Ντερτιλής και μου είπε: «Παιδί μου, δεν πρέπει να ξεχνάς ένα πράγμα, ότι στην Υπηρεσία μας ό,τι ακούμε και ό,τι βλέπουμε μένει για την Υπηρεσία, δεν το λέμε αυτό ούτε στην μάνα μας». Κατάλαβα τι εννοούσε. Η μετάθεσή μου στο Πολύκαστρο γινόταν επειδή ήμουν προσωπικός οδηγός του Ντερτιλή. Την δικαιολόγησαν όμως ότι είχα σπάσει τον καθρέπτη του αυτοκινήτου του και για τιμωρία έπαιρνα την μετάθεση αυτή.
Επίσης, θέλω να προσθέσω ότι κατά την διάρκεια των γεγονότων του Πολυτεχνείου ο Ντερτιλής έλεγε συνεχώς σε όποιον συναντούσε, «βαράτε στο ψαχνό». Έλεγε ακόμη σε μερικούς άλλους ότι: «Όταν δείτε τέσσερα, άτομα τον έναν να τον σκοτώνετε και τους τρεις να τους βάζετε στο καμιόνι».
Ο συνήγορος υπεράσπισης του Ντερτιλή όμως δεν δέχθηκε την μαρτυρία του νεαρού Αντώνη Αγριτέλη, υποστηρίζοντας πως δεν υπήρξε ποτέ προσωπικός οδηγός του Ντερτιλή. Εκείνος για να αποδείξει ότι ήξερε καλά τον πραξικοπηματία, άρχισε να δίνει λεπτομέρειες: «Μ’ έστελνε να του αγοράζω τσιγάρα Dunhill και να επισκευάζω τον αναπτήρα του μάρκας Ronson σ΄ ένα μαγαζί στην Βουκουρεστίου». Μάλιστα υπήρξε ένα πρόσωπο που εντόπισε το μαγαζί επισκευής αναπτήρων και βρήκε όντως απόδειξη επισκευής στο όνομα Ντερτιλής. Το πρόσωπο αυτό ήταν ο Στέλιος Λογοθέτης, μετέπειτα δήμαρχος Νίκαιας και ακολούθως του Πειραιά.
Ένας άλλος μάρτυρας σημείωσε ότι το Σάββατο 17 Νοεμβρίου 1973, «κατά την 10ην πρωινήν ώραν, διήρχοντο άρματα μάχης εκ της οδού Πατησίων και οι υπάλληλοι του ΟΤΕ, οι οποίοι ειργάζοντο εις το νέον κτίριον, έσπευσαν εις τα παράθυρα να ίδουν τα άρματα. Τότε είδον, όπως κατέθεσαν επ’ ακροατηρίου οι μάρτυρες Παν. Ασδεράκης, Εμ. Μαρουφίδης, Ιωάννης Χατζηχριστοφής και Αλ. Βερνάρδος, ότι εις την ταράτσαν του κτιρίου της οδού Πατησίων (που έδρευε ο O.Τ.Ε.) είχον ακροβολισθή τρεις έως τέσσερις στρατιώται και επί κεφαλής των ήτο ένας νεαρός αξιωματικός με κράνος, υψηλός, και μελαχροινός με στολήν εκστρατείας, ο οποίος με το περίστροφον εις το χέρι και επί του τοιχείου της ταράτσας επυροβόλει προς τα κάτω. Κατά την ώραν εκείνην ουδεμία διαδήλωσις εγένετο».
Η νεαρή Θεοδώρα Φάμελου από την πλευρά της, περιέγραψε στο δικαστήριο τη στιγμή που έμαθε για τη δολοφονία του συζύγου της. Είχε πάει στο Ρυθμιστικό Κέντρο Διαλογής Ασθενών επί της λεωφόρου Μεσογείων (εκεί που βρίσκεται σήμερα το γενικό κρατικό νοσοκομείο «Γεώργιος Γεννηματάς») και τον αναζητούσε απεγνωσμένα.
«Έδειξα την ταυτότητα του άντρα μου που κρατούσα και ρώτησα αν γνωρίζουν τίποτα για την τύχη του, λέει. Έβγαλαν τρεις κόλλες αναφοράς με ονόματα νεκρών και τραυματιών. Δεν υπήρχε μέσα το όνομά του. Τη στιγμή εκείνη έφτασε ένα αυτοκίνητο και ένας μεσήλικας αστυνομικός φώναξε: «Κρίμα, έχουμε μέσα ένα γεροδεμένο ψηλό παλικάρι και είναι σκοτωμένο». Πλησίασα. Τους ρώτησα αν φορούσε βέρα. Μου έφεραν μια βέρα που είχε μέσα γραμμένο τ’όνομά μου. Κατάλαβα. Κατέρρευσα. Ήταν ο άντρας μου το νεκρό παλικάρι. Τον είχαν πυροβολήσει στον κρόταφο. Τι κεφάλι του ήταν μελανιασμένο. Ένας αστυφύλακας μου είπε: «Κάνε το σταυρό σου γιατί δεν τον πετάξαμε με τους άλλους στον λάκκο…».
Όπως ήταν αναμενόμενο αρκετές από τις μαρτυρίες ήταν συνταρακτικές, με τον πρόεδρο του δικαστηρίου Ιωάννη Κουσουλό να παραδέχεται αρκετά χρόνια αργότερα σε συνέντευξή του ότι «πολλές φορές δάκρυσα και καλυπτόμουν για να μην με πάρουν χαμπάρι». Η εκτίμησή του είναι ότι επικεφαλής των πραξικοπηματιών ήταν εξαρχής ο Δημήτριος Ιωαννίδης, «ένας σκοτεινός τύπος που κινούσε τα νήματα από το υπόγειο» (είχε άλλωστε το προσωνύμιο «αόρατος δικτάτωρ»), ο οποίος είχε ανατρέψει τον Γεώργιο Παπαδόπουλο μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
Παρ’ όλα αυτά ο δεύτερος επιχειρούσε με όλους τους τρόπους να αποδείξει ότι αυτός ήταν ακόμη ο αρχηγός. Στο πλαίσιο αυτό υπέβαλλε ένσταση με την οποία αμφισβήτησε την αρμοδιότητα του δικαστηρίου να κρίνει τις πράξεις του, ισχυριζόμενος ότι ως… Πρόεδρος της Δημοκρατίας ήταν «ανεύθυνος αρχών» και άρα δεν μπορούσε να δίνει λόγο σε κανέναν.
Το δικαστήριο απέρριψε την ένστασή του με το πολύ λογικό αιτιολογικό ότι η κυβέρνησή του είχε προέλθει κατόπιν πραξικοπήματος και άρα ήταν παράνομη. Ως εκ τούτου, δεν προστατευόταν από καμία νομοθετική διάταξη.
Από τους 32 κατηγορούμενους καταδικάστηκαν οι 20 και απαλλάχθηκαν οι υπόλοιπο 12.
Ειδικότερα:
- Ο Δημήτριος Ιωαννίδης (ως επικεφαλής της στρατιωτικής αστυνομίας – ΕΣΑ την εποχή της εξέγερσης) καταδικάστηκε σε 7 φορές ισόβια για ηθική αυτουργία σε ισάριθμες ανθρωποκτονίες από πρόθεση, 25 χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για ηθική αυτουργία σε 38 απόπειρες ανθρωποκτονιών και πρόκληση διάπραξης κακουργημάτων, καθώς και διαρκής στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων. Ακούγοντας την ποινή ζητά ειρωνικά να στον στήσουν στο εκτελεστικό απόσπασμα.
- Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος (ως εν ενεργεία δικτάτορας την εποχή της εξέγερσης) καταδικάστηκε σε 25 χρόνια κάθειρξη για απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονίες από πρόθεση και απόπειρες ανθρωποκτονιών, καθώς και με δεκαετή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων. Μετά την ανακοίνωση της απόφασης εμφανίστηκε για μια ακόμη φορά προκλητικός διαολοστέλνοντας τους δημοσιογράφους που τον προσέγγισαν προκειμένου να του αποσπάσουν μια δήλωση.
- Ο αντιστράτηγος εν αποστρατεία Σταύρος Βαρνάβας καταδικάστηκε σε 3 φορές ισόβια για ηθική αυτουργία σε ισάριθμες ανθρωποκτονίες από πρόθεση και 25 χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για ηθική αυτουργία σε 17 απόπειρες ανθρωποκτονιών και πρόκληση διάπραξης κακουργημάτων. Και σε αυτόν επιβλήθηκε διαρκής στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων.
- Ο ταξίαρχος εν αποστρατεία Νικόλαος Ντερτιλής καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη και διαρκής στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για ανθρωποκτονία από πρόθεση του διερχόμενου από τη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Σουρνάρη, φοιτητή Μιχάλη Μυρογιάννη. Τον είχε πυροβολήσει στο κεφάλι με το υπηρεσιακό του περίστροφο, χωρίς κανέναν δισταγμό.
- Ο αντιστράτηγος εν αποστρατεία Κωνσταντίνος Μαυροειδής, τότε αρχηγός της ΑΣΔΕΝ (Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης Εσωτερικού και Νήσων) καταδικάστηκε σε κάθειρξη 25 χρόνων κατά συγχώνευση και 7 χρόνων στέρησης των πολιτικών του δικαιωμάτων, για απλή συνέργεια σε έξι ανθρωποκτονίες εκ προθέσεως και 37 απόπειρες ανθρωποκτονιών. Το δικαστήριο του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του προτέρου έντιμου βίου.
- Ο στρατηγός εν αποστρατεία Δημήτριος Ζαγοριανάκος, τότε αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, καταδικάστηκε σε 25 χρόνια κάθειρξη και 7 χρόνια στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, για απλή συνέργεια ανθρωποκτονιών και αποπειρών ανθρωποκτονιών. Το δικαστήριο αναγνώρισε και σ’ αυτόν το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου.
- Ο υποστράτηγος εν αποστρατεία Παντελής Καραγιάννης, πρώην υπαρχηγό της Χωροφυλακής, καταδικάστηκε σε 25 χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση και 10 χρόνια στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, για απλή συνέργεια σε τρεις ανθρωποκτονίες και 17 απόπειρες ανθρωποκτονιών.
- Ο πρώην έφεδρος ανθυπολοχαγός Ιωάννης Λυμπέρης, καταδικάστηκε σε 25 χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση και 8 χρόνια στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων για δύο ανθρωποκτονίες εκ προθέσεως και μία απόπειρα ανθρωποκτονίας.
- Ο αστυφύλακας Αθανάσιος Σταυράκης, καταδικάστηκε σε 10 χρόνια κάθειρξη και 5 χρόνια στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, για απόπειρα ανθρωποκτονίας. Και στο εν λόγω πρόσωπο αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό του προτέρου έντιμου βίου.
- Ο υποστράτηγος εν αποστρατεία Μιχαήλ Ρουφογάλης, τότε διοικητής της ΚΥΠ (Κρατικής Υπηρεσίας Πληροφοριών) καταδικάστηκε σε 3 χρόνια φυλάκιση για πρόκληση προς διάπραξη κακουργημάτων και πλημμελημάτων.
- Ο υπίλαρχος εν αποστρατεία Μιχαήλ Γουνελάς, επικεφαλής του άρματος που εισέβαλε στο Πολυτεχνείο το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου 1973, καταδικάστηκε σε 18 μήνες φυλάκιση κατά συγχώνευση για αυτουργία στη σωματική βλάβη σε βάρος της φοιτήτριας Πέπης Ρηγοπούλου, καθώς και για «φθορά πραγμάτων χρησιμευόντων στο κοινό όφελος».
- Ο ιδιωτικός υπάλληλος Δημήτριος Πίμπας, πρώην πράκτορας της ΚΥΠ, καταδικάστηκε σε 10 μήνες φυλάκιση για πρόκληση προς διάπραξη κακουργημάτων και πλημμελημάτων, ενώ στον καταδικασθέντα αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μεταμέλειας.
- Τέλος, δώδεκα κατηγορούμενοι τιμωρήθηκαν με ελαφρύτερες ποινές (από 5 μήνες έως 10 χρόνια κάθειρξη) για διάφορες κατηγορίες, κυρίως για ηθική αυτουργία σε επικίνδυνες σωματικές βλάβες. Για ποινές μικρότερες του ενός έτους υπήρχε το δικαίωμα της εξαγοράς. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τον Φεβρουάριο του 1977 η υπόθεση εκδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό και αυτή τη φορά τα περισσότερα από τα ήσσονος σημασία πρόσωπα της δίκης αθωώθηκαν.
* Ο Γεώργιος Σαρρής είναι δημοσιογράφος – μέλος της ΕΣΗΕΑ, τιμηθείς από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με το Βραβείο Αθ. Μπότση για την αντικειμενική και με πληρότητα παρουσίαση ιστορικών πολιτικών θεμάτων