Επτά στους δέκα νέους Έλληνες θέλουν να φύγουν από τη χώρα. Το 42% των Ελλήνων κάτω των 35 ετών έχουν ήδη αναλάβει δράση για να αναχωρήσουν μια ώρα αρχύτερα.
Έξι στους δέκα νέους προτιμούν μια θέση εργασίας στο εξωτερικό παρά μια μόνιμη δουλειά στην Ελλάδα. Οι έρευνες δημοσιεύονται η μία μετά την άλλη και τα αποτελέσματά τους είναι κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά.
Οικονομική κρίση, αναξιοκρατία, αντίδραση στο πολιτικό σύστημα, απογοήτευση. Όσες και αν είναι οι αιτίες, το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο: η νέα γενιά, το (υποτιθέμενο) μέλλον του τόπου μας, επιθυμεί διακαώς να… ρίξει μαύρη πέτρα πίσω της.
Και όμως, υπάρχουν ανάμεσά μας νέοι που διατηρούν την ελπίδα τους και διακηρύττουν με κάθε ευκαιρία ότι δεν πρόκειται να φύγουν. Μόνο που δεν είναι Έλληνες.
Πρόκειται για ευρωπαίους πολίτες που έφτασαν στη χώρα μας για τους δικούς τους λόγους ο καθένας, έζησαν την άνοδο και την (ελεύθερη) πτώση της, μα ακόμη πιστεύουν σε αυτήν και δεν εγκαταλείπουν.
Η Καρολίν Σατρ από τη Νάντη της Γαλλίας μεγάλωσε περνώντας κάθε καλοκαίρι στην Ελλάδα, λόγω της ιδιαίτερης αγάπης που είχε για τη χώρα μας ο πατέρας της. «Όταν τελείωσα τις σπουδές ιταλικής και ελληνικής φιλολογίας στη Νάντη, αποφάσισα ότι είχε έρθει η στιγμή να κάνω μια νέα αρχή στην Ελλάδα. Μάζεψα τα πράγματά μου και μετακόμισα» λέει η ίδια στο σημερινό Βήμα.
Την τελευταία οκταετία είδε την Ελλάδα να αλλάζει, τόσο προς το καλύτερο όσο και προς το (πολύ) χειρότερο, με αποκορύφωμα τη σημερινή οικονομική κρίση. «Οι συνθήκες είναι άσχημες, ωστόσο μέσα στη γενική απογοήτευση απαξιώνεται κάθε ελληνικό χαρακτηριστικό και εξιδανικεύεται ό,τι γίνεται στο εξωτερικό. Για παράδειγμα, δεν έχω συναντήσει πουθενά αλλού την ελληνική αλληλεγγύη ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας. Ναι, οι μισθοί είναι πιο χαμηλοί στην Ελλάδα, όμως οι γονείς πρόθυμα παραχωρούν ένα ιδιόκτητο διαμέρισμα στα παιδιά τους που βρίσκονται στο ξεκίνημα της καριέρας τους. Στη Γαλλία, αντιθέτως, οι μισθοί είναι λίγο καλύτεροι αλλά οι νέοι δεν ζουν καλύτερα, γιατί είναι αναγκασμένοι να τα βγάζουν πέρα ολομόναχοι» τονίζει.
Σύμφωνα με τον Τέμου Λέχτινεν, ο οποίος κατάγεται από τη Φινλανδία και έπειτα από μία δεκαετία στις Βρυξέλλες έφτασε στην Ελλάδα για να αναλάβει το Τμήμα επικοινωνίας γνωστής εταιρείας online στοιχημάτων σε Ελλάδα και Κύπρο, το βασικό πρόβλημα των νέων Ελλήνων είναι ότι «επαναλαμβάνουν πεισματικά ότι όλα είναι μάταια και ότι “τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει”, με αποτέλεσμα αυτό εν τέλει να γίνεται πραγματικότητα! Όσο περισσότερο το λένε, τόσο περισσότερο το πιστεύουν. Το μόνο σίγουρο είναι, άλλωστε, ότι αν φύγουν όλοι οι άξιοι από τη χώρα, ποτέ δεν θα βγούμε από την κρίση», σχολιάζει. Συχνά, μάλιστα, οι Ευρωπαίοι που ζουν στη χώρα μας καταλήγουν να υποστηρίζουν την Ελλάδα απέναντι στην απογοήτευση ακόμη και των μελών της ίδιας της οικογένειάς τους!
«Η γυναίκα μου σκέφτεται ότι ίσως θα έπρεπε να γυρίσουμε στη Γερμανία γιατί αμφιβάλλει ότι κάτι θα αλλάξει. Εγώ επιμένω ότι εδώ είναι καλύτερα διότι υπάρχει ένα τεράστιο δυναμικό που παραμένει ανεκμετάλλευτο και συνεπώς είναι στα χέρια μας να το αξιοποιήσουμε» αναφέρει ο Μίχαελ Οξ, γερμανός γραφίστας ο οποίος ζει στην Αθήνα και είναι παντρεμένος με Ελληνίδα.
«Ακούγεται τετριμμένο, όμως η κρίση είναι πράγματι μια ευκαιρία για την Ελλάδα. Είμαστε στον πάτο, χειρότερα δεν γίνεται. Από εδώ και πέρα, μόνο να βελτιωθούμε μπορούμε» καταλήγει.
Υπάρχουν, τέλος, και αυτοί που πιστεύουν ότι η κρίση είναι μια ευκαιρία για αναθεώρηση των καταναλωτικών προτύπων που επικρατούσαν στο παρελθόν στην Ελλάδα. Ο Πορτογάλος Τιάγο Μάρτινς, ελεύθερος επαγγελματίας, έφτασε στην Ελλάδα σε ηλικία 27 ετών, όταν επέλεξε μια θέση πρακτικής στην έκθεση Ηelexpo της Θεσσαλονίκης.
«Μου έκανε εντύπωση η ευκολία με την οποία οι νέοι ξόδευαν χρήματα για τη (ήδη ακριβή) νυχτερινή διασκέδαση. Φοιτητές και νέοι εργαζόμενοι παράγγελναν τρία ή τέσσερα ποτά αξίας 10 ευρώ το ένα, έπιναν καφέδες στην εξωφρενική τιμή των 5 ευρώ, τον έναν μετά τον άλλον- κάτι που δεν είχα ξανασυναντήσει. Η κρίση τούς “προσγείωσε”, όμως αυτή η ανώμαλη προσγείωση έχει και τη θετική της πλευρά. Βλέπω πλέον τους έλληνες φίλους μου να συγκεντρώνονται για φαγητό σε σπίτια, να πηγαίνουν για περπάτημα ή για να αθληθούν παρέα, να απολαμβάνουν σε τελική ανάλυση όλα τα απλά πράγματα που οι νέοι της Ευρώπης (κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία) έκαναν εδώ και χρόνια» σχολιάζει μιλώντας
O Κάρλος Γκουτιέρες ντε λα Κρουθ, προσωπικός γυμναστής, δηλώνει: «Έχω κουραστεί να ακούω την ερώτηση “αφού είσαι Ισπανός και μπορείς να φύγεις… γιατί δεν φεύγεις;”. Η απάντηση είναι ότι δεν θέλω να φύγω γιατί έπειτα από τρία χρόνια στη Θεσσαλονίκη, έχω αγαπήσει αυτή χώρα και- σε αντίθεση με τους ντόπιους- δεν έχω χάσει την ελπίδα μου ότι θα τα καταφέρουμε. Δέχομαι αυτή την απαξιωτική ερώτηση καθημερινά και είναι αποκαρδιωτικό να ακούς τους ίδιους τους Έλληνες να δυσφημούν τη χώρα τους μπροστά σε έναν ξένο. Με κάνει να αναρωτιέμαι πώς θα προωθήσουμε την Ελλάδα τουριστικά και επικοινωνιακά, αν επιμένουμε να τη λοιδορούμε; Σίγουρα υπάρχουν πολλά προβλήματα και συχνά εκνευρίζομαι με την αδιαφορία, την αναλγησία και την “αντικοινωνική” συμπεριφορά πολλών συμπολιτών μας. Ωστόσο η πρώτη μου σκέψη είναι “τι μπορούμε να κάνουμε για να το αλλάξουμε; ” και όχι “τι μπορώ να κάνω για να… φύγω;”. Αν όλοι φύγουμε ποιος θα μείνει να προστατεύσει την Ελλάδα από αυτούς που την κατάντησαν έτσι;».