«Είμαστε εδώ για εσάς», είναι το μήνυμα που στέλνουν ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί των δήμων της χώρας, που δέχονται τηλεφωνήματα και προσφέρουν ψυχολογική υποστήριξη στην εποχή του κορονοϊού. Οι κλήσεις έχουν αυξηθεί από την ημέρα της απαγόρευσης κυκλοφορίας, ενώ τις συγκεκριμένες τηλεφωνικές γραμμές καλούν κυρίως ηλικιωμένοι, γονείς από μονογονεϊκές οικογένειες, γονείς που ζητούν συμβουλές για το πώς να προσεγγίσουν τα παιδιά τους, τώρα που είναι όλη τη μέρα στο σπίτι, αλλά και θύματα ενδοοικογενειακής βίας. Οι περισσότεροι εκφράζουν γενικευμένο άγχος και στεναχώρια και δέχονται υποστήριξη ώστε να αποβάλουν τα αρνητικά τους συναισθήματα και να βελτιώσουν την καθημερινότητά τους.
Λιγότερες είναι οι κλήσεις που δέχονται οι γραμμές τηλεφωνικής υποστήριξης σε περιοχές της χώρας που δεν έχουν ακόμη εκδηλωθεί κρούσματα του κορονοϊού. Στην περίπτωση αυτή, διαφοροποιείται ακόμη και το περιεχόμενο της επικοινωνίας καθώς όσοι καλούν, εκφράζουν ανησυχία για τα επαγγελματικά τους ή την οικονομική κατάσταση της επιχείρησής τους.
«Προσπαθούμε να μην νιώθει κανένας αβοήθητος»
«Το σημαντικότερο από όλα είναι ότι μεταφέρουμε σε όσους μας καλούν την αίσθηση ότι δεν είναι μόνοι. Η συνομιλία αυτή τους βοηθά να μην νιώθουν μοναξιά, να μην αισθάνονται αδιέξοδο από τη συνθήκη που δημιουργεί η παραμονή τους στο σπίτι. Προσπαθούμε να μην νιώθει κανένας αβοήθητος», αναφέρει στο Αθηναϊκό- Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η κοινωνική λειτουργός Ναταλία Ζαχαρτζή, επιστημονική υπεύθυνη στα κέντρα πρόληψης «Σείριος» του Δήμου Θεσσαλονίκης.
Στο ερώτημα τι τους βαραίνει περισσότερο, απαντά ότι «το συναίσθημα δεν μπορεί να προσδιοριστεί πολλές φορές γιατί δεν έχουμε μάθει ούτε να αναγνωρίζουμε ούτε να διαχειριζόμαστε τα συναισθήματά μας. Κάποιοι μας καλούν και λένε ότι αισθάνονται πως “πνίγονται”. Εμείς προσπαθούμε να αντιληφθούμε πώς νιώθει ο καθένας και να τον καθησυχάσουμε. Μπορεί να μην είναι δυνατή η ψυχοθεραπεία από το τηλέφωνο, ωστόσο μεταφέρουμε το μήνυμα ότι είμαστε εδώ για τον καθένα, μπορεί οποιοσδήποτε να μας καλέσει, όταν δεν νιώθει καλά». Σε κάθε περίπτωση, υπογραμμίζει ότι υπάρχει για όλους -ειδικά για τους ηλικιωμένους- μια φιλική φωνή στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής.
«Μετά την επικοινωνία, αισθάνονται καλύτερα»
Από την πλευρά της, η ψυχολόγος των κέντρων πρόληψης του Δήμου Θεσσαλονίκης Δέσποινα Δαμιανίδου, σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι πολλοί άνθρωποι είναι μοναχικοί, δεν έχουν πολλούς φίλους ή έχουν κοντινά άτομα που τους αγχώνουν περισσότερο. «Για εκείνους ιδιαίτερα, βρισκόμαστε εδώ ώστε να αισθάνονται ότι έχουν μια παρέα. Εστιάζουμε σε μια φιλική κουβέντα ώστε με έναν τρόπο να “ξαλαφρώσουμε” το βάρος τους. Βέβαια, είμαστε επικεντρωμένοι στην κοινή κατάσταση που αντιμετωπίζουμε όλοι, αλλά μεταφέρουμε το μήνυμα πως είμαστε διαθέσιμοι για να τους ακούσουμε, για τα πιο σημαντικά θέματα, ακόμη και για τα πιο ασήμαντα», σχολιάζει και υπογραμμίζει ότι «μετά την επικοινωνία αυτή, όσοι καλούν, δηλώνουν ότι αισθάνονται καλύτερα».
Τι αναφέρουν όσοι καλούν στις γραμμές ψυχολογικής υποστήριξης
Σε ό,τι αφορά τον λόγο για τον οποίο καλούν οι περισσότεροι, η κ. Ζαχαρτζή διευκρινίζει ότι υπάρχουν άτομα της τρίτης ηλικίας που ζητούν βοήθεια για πρακτικά ζητήματα και γι’ αυτό τον λόγο υπάρχει συνεργασία με τις υπηρεσίες κοινωνικής πολιτικής των Δήμων και το πρόγραμμα «Βοήθεια στο σπίτι».
Πέραν αυτών των περιπτώσεων, οι γηραιότεροι παραπονιούνται γιατί δεν μπορούν να επισκεφθούν τα παιδιά τους και ανησυχούν για το πότε θα ξαναδούν τα παιδιά και τα εγγόνια αλλά και το πόσο θα διαρκέσει γενικά η κατάσταση. «Υπάρχουν και εκείνοι, που από τη στιγμή που θα σηκώσουμε το ακουστικό, βάζουν τα κλάματα», αναφέρει η κ. Δαμιανίδου, υπογραμμίζοντας ότι σε αυτή την περίπτωση, προτεραιότητα του επαγγελματία ψυχικής υγείας είναι να λειτουργήσει καθησυχαστικά και να κερδίσει την εμπιστοσύνη του ατόμου που τον καλεί.
Οι γονείς, από την άλλη πλευρά -είτε μονογονείς, είτε όχι- ζητούν συμβουλές για την οριοθέτηση των παιδιών καθώς, με το κλείσιμο των σχολείων, έχουν μείνει στο σπίτι και δυσκολεύονται να διαχειριστούν την καθημερινότητα.
Υπάρχουν, επίσης, κλήσεις για ενδοοικογενειακή βία που παραπέμπονται αντίστοιχα στην τηλεφωνική γραμμή που λειτουργεί ειδικά για το συγκεκριμένο θέμα στον Δήμο Θεσσαλονίκης. Επ’ αυτού, η κ. Ζαχαρτζή επισημαίνει ότι το φαινόμενο έχει ενταθεί λόγω της παραμονής στο σπίτι και σχολιάζει χαρακτηριστικά: «όταν ο άνθρωπος που κακοποιεί δεν βγαίνει από το σπίτι και δεν επικοινωνεί λειτουργικά, στρέφεται στη βία και εκείνη αυξάνεται σε πολύ μεγάλα επίπεδα». Εξάλλου, τηλεφωνήματα γίνονται και από γονείς χρηστών ουσιών καθώς υπάρχουν θέματα που μπορεί να επηρεάσουν τη θεραπεία των παιδιών, ωστόσο εκείνα παραπέμπονται στο ΚΕΘΕΑ και τον ΟΚΑΝΑ, που επίσης λειτουργούν στο έπακρο.
Η ρουτίνα κάνει καλό
Σε επίπεδο οδηγιών, οι ψυχολόγοι και οι κοινωνικοί λειτουργοί καλούν τον κόσμο αρχικά να υπακούει στα μέτρα που έχουν ληφθεί από την Πολιτεία και να παραμείνει στο σπίτι του, όσο δύσκολο και αν φαίνεται αυτό. Κεντρικό ρόλο στην αντιμετώπιση της μελαγχολίας, του φόβου ή της στεναχώριας από την κατάσταση που δημιουργείται είναι η τήρηση ενός καθημερινού προγράμματος. «Είναι καλό να σηκωνόμαστε το πρωί, να ντυνόμαστε, να φτιαχνόμαστε, να περιποιούμαστε τον εαυτό μας για να μην υπάρχει η αίσθηση ότι μένουμε στο σπίτι και έχουμε εγκαταλείψει τον εαυτό μας. Τα παιδιά, επίσης, πρέπει να διατηρήσουν ένα πρόγραμμα με τα μαθήματά τους και για όσα δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί η σύγχρονη ή ασύγχρονη εκπαίδευση να προσπαθούμε κι εμείς με την πλευρά μας», τονίζει η κ. Ζαχαρτζή.
Η ψυχολόγος Νατάσα Λογδανίδου, από το Κέντρο Συμβουλευτικής και Ψυχολογικής Υποστήριξης του Ιδρύματος Δημούλα στον Δήμο Νάουσας, σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «οφείλουμε όλοι να κρατήσουμε μια ρουτίνα ακόμη και στον εγκλεισμό μας, που να ταιριάζει με την προσωπικότητά μας, να κάνουμε τις δουλειές μας, να φοράμε όμορφα, καθαρά ρούχα, να φροντίζουμε το νοικοκυριό, να μαγειρεύουμε, να βγαίνουμε στο μπαλκόνι ή τον κήπο για να αλλάξουμε παραστάσεις αλλά και να κρατήσουμε την επικοινωνία μας με τους άλλους ανθρώπους».
Απέναντι στην κατάσταση που έχει διαμορφωθεί λόγω του κορονοϊού, οι ειδικοί από τον χώρο της ψυχικής υγείας και της κοινωνικής μέριμνας, καλούν τον καθένα να επιδείξει ατομική αλλά και κοινωνική ευθύνη, να φροντίσει τον εαυτό του, να επικοινωνήσει στο μπαλκόνι με τον γείτονα, να δείξει ενδιαφέρον για ένα άτομο που μένει μόνο του.
Εκφράζουν, άλλωστε, ευγνωμοσύνη στους γιατρούς, τους φαρμακοποιούς, τους νοσηλευτές, τους ανθρώπους που εργάζονται στα σούπερ μάρκετ ή στην καθαριότητα, σε όσους βρίσκονται στις γραμμές παραγωγής προϊόντων και διακινδυνεύουν τη ζωή τους ώστε όλοι να έχουμε μια καθημερινότητα και να νιώθουμε ότι κάτι λειτουργεί.