Στην καρδιά των μεγαλύτερων δημιουργημάτων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας ενυπάρχουν δυνατές πράξεις εκδίκησης. Οι εκδικητές υπερνικούν τους εχθρούς τους μέσω της φυσικής υπεροχής τους, όπως όταν ο Αχιλλέας σκοτώνει τον Έκτορα σε μονομαχία για να πάρει εκδίκηση για τον θάνατο του πιστού του συντρόφου Πατρόκλου. Κάποιες φορές κατατροπώνουν τους αντιπάλους τους μέσω της απάτης και του δόλου, όπως όταν η Μήδεια σκοτώνει τα παιδιά της για να εκδικηθεί τον άπιστο σύζυγό της, Ιάσονα.
Αλλά με ποιον τρόπο θα μπορούσε ένας άνθρωπος που υπολείπεται σε φυσική ρώμη, μαγικές ικανότητες ή ισχυρούς φίλους να πάρει την εκδίκησή του; Οι γυναίκες που βρίσκονταν σε χαμηλές κοινωνικές τάξεις χωρίς ισχυρές επαφές, ήταν ανάμεσα στους αδυνάμους της αρχαίας Ελλάδας, ωστόσο κατείχαν ένα πανίσχυρο όπλο για να εξασφαλίσουν την πτώση ενός μισητού αντιπάλου: το κουτσομπολιό.
Το κουτσομπολιό ή αλλιώς η διάδοση φημών προσωποποιείται από τους αρχαίους ποιητές. Στα Ομηρικά έπη, η Φήμη ήταν αγγελιοφόρος του Δία, που διέτρεχε τα πλήθη των στρατιωτών, διαδιδόμενη από στόμα σε στόμα με ταχύτητα. Ο Ησίοδος επίσης της αποδίδει θεϊκή υπόσταση, λέγοντας όμως ότι πρέπει κάποιος να είναι προσεκτικός μαζί της, καθώς είναι «σκανταλιάρα, ελαφρόμυαλη και διαδίδεται εύκολα, είναι όμως δύσκολο να την αντέξει κάποιος και να την ξεφορτωθεί».
Στο άρθρο της η καθηγήτρια Κλασσικών Σπουδών στο πανεπιστήμιο Roehampton του Λονδίνου, Fiona McHardy, επισημαίνει ότι οι αρχαίοι όλων των κοινωνικών βαθμίδων, άνδρες και γυναίκες, ελεύθεροι και σκλάβοι, θεωρείται ότι υπέκυπταν στη γοητεία του κουτσομπολιού, διασφαλίζοντας έτσι «διαδρόμους» που συνέδεαν τους κατώτερους με τους πιο ισχυρούς, όπως αναφέρει το aeon.co.
Ο Αριστοτέλης ανέφερε ότι το κουτσομπολιό ήταν συχνά ένας ευχάριστος τρόπος να περνά κανείς την ώρα του, τόνιζε όμως ότι μπορεί να κρύβει κακές προθέσεις και συνέπειες όταν αδικεί κάποιον. Άλλωστε ήταν κυρίαρχος ο ρόλος του στις δίκες της αρχαίας Αθήνας, καθώς αυτές βασίζονταν κυρίως στην αξιολόγηση του χαρακτήρα των ανθρώπων παρά σε στιβαρά στοιχεία, όπως γίνεται σήμερα. Η απουσία επαγγελματιών δικαστών επέτρεπε στους αγορητές να πλήττουν τη φήμη του αντιπάλου τους και να παρουσιάζουν τον εαυτό τους ως εξαίρετους πολίτες.
Από τους αρχαίους ρήτορες μαθαίνουμε ότι τα δημόσια μέρη όπως οι αγορές υπήρξαν χρήσιμες τοποθεσίες για την εξάπλωση ψευδών φημών εξαιτίας του πλήθους που συγκεντρωνόταν εκεί. Σε μια περίπτωση που αναφέρει ο Δημοσθένης, ο Διόδωρος ισχυρίζεται ότι οι εχθροί του διέδωσαν ψευδείς πληροφορίες στέλνοντας ανθρώπους ουσιαστικά ως ψευδομάρτυρες σε αγορές για να «γυρίσουν» την κοινή γνώμη υπέρ τους.
Όπως αναφέρει η συγγραφέας του βιβλίου «Εκδίκηση στην κουλτούρα της αρχαίας Αθήνας», τα δικαστήρια ήταν αποκλειστικά ένας τόπος για άνδρες, συνεπώς οι γυναίκες στηρίζονταν σε συγγενείς για να εκπροσωπηθούν. Ωστόσο, πηγές ξεκαθαρίζουν ότι η ικανότητα των γυναικών στο κουτσομπολιό υπήρξε ένα ισχυρό όπλο για να πλήξουν τους αντιπάλους τους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα γυναικείου κουτσομπολιού εμφανίζεται στον δικανικό λόγο του Λυσία για τον «Φόνο του Ερατοσθένη». Σε αυτόν τον λόγο του διάσημου ρήτορα, ο κατηγορούμενος Ευφιλέτης ισχυρίζεται ότι σκότωσε νόμιμα τον Ερατοσθένη επειδή τον έπιασε να έχει σχέσεις με τη γυναίκα του. Ο Ευφιλέτης διηγείται μια ιστορία για μια γριά γυναίκα που τον πλησίασε κοντά στο σπίτι του και τον πληροφόρησε για τη σχέση των δύο μοιχών. Αυτή η υπόθεση μερικώς τονίζει τον αφελή χαρακτήρα του κατηγορούμενου και μερικώς την απωθητική συμπεριφορά του Ερατοσθένη. Σύμφωνα με τον Ευφιλέτη, η ηλικιωμένη γυναίκα δεν τον προσέγγισε με δική της πρωτοβουλία, αλλά ήταν απεσταλμένη από την απατημένη σύντροφο του Ερατοσθένη. Ο ισχυρισμός του Λυσία είναι ότι η κίνησή της έγινε για να ωθήσεις τον σύζυγο να δράσει εναντίον του Ερατοσθένη είτε νομικά είτε μέσω της δύναμής του. Και αυτή ήταν η ισχύς των γυναικών που δεν είχαν άλλον τρόπο παρέμβασης στα κοινά.
Στην αρχαία Αθήνα άλλωστε δεν φαίνεται να είχε μεγάλη σημασία η πηγή της φήμης.