«Πρέπει να έχεις πολύ γερό στομάχι για να δεις αυτές τις φωτογραφίες», είχε πει ένας αξιωματικός της Αστυνομίας, στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, στον ρεπόρτερ που επέμενε να δει τα τυπωμένα πειστήρια μιας από τις μεγαλύτερες υποθέσεις διαδικτυακής διακίνησης υλικού παιδικής πορνογραφίας.
Από τότε μέχρι τις μέρες μας η διακίνηση υλικού παιδικής πορνογραφίας στο internet έρχεται και φεύγει στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων με ταχύτητα που μέχρι πριν από λίγα χρόνια θύμιζε σκηνές από τον «Πόλεμο των Άστρων».
Σύμφωνα με το περιοδικό «Επίκαιρα», μόνο τα τελευταία τέσσερα χρόνια, από το 2008 κι έπειτα, οι υποθέσεις διακίνησης υλικού παιδικής πορνογραφίας που αποκαλύπτονται και έρχονται στη δημοσιότητα, έχουν αυξηθεί κατά περίπου 500%!
Καθηγητές, δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι, επιχειρηματίες, στρατιωτικοί, αστυνομικοί, γυμναστές, συνταξιούχοι, απλοί εργαζόμενοι ή στελέχη, άνθρωποι που φαινομενικά μοιάζουν με όλους, όμως, έχουν άρρωστες… ορέξεις.
«Κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει το μέγεθος της σεξουαλικής εκμετάλλευσης των παιδιών- το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να σοκαριστεί εκ των προτέρων και μόνο, χωρίς καν να χρειάζεται να δει ό,τι έχουμε δει εμείς. Και να σου πω και κάτι; Η εμπειρία λέει ότι στις κλειστές κοινωνίες της ελληνικής επαρχίας όλο και κυκλοφορεί…», αναφέρει αστυνομικός στα «Επίκαιρα».
Το προφίλ του παιδεραστή
«Παιδεραστής μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε γύρω μας, νέος ή μεγαλύτερος, φτωχός ή πλούσιος, μορφωμένος ή αγράμματος, εργαζόμενος ή άνεργος, οποιασδήποτε καταγωγής», θα πει ένας ιδιωτικός ερευνητής της Αθήνας, που στο παρελθόν ενεπλάκη σε υποθέσεις παιδεραστίας που απασχόλησαν ιδιαιτέρως την επικαιρότητα.
Στις περισσότερες περιπτώσεις οι παιδεραστές είναι άνδρες άνω των 30 με 35 ετών. Ζουν μόνοι τους ή με τις μητέρες τους και ο φιλικός τους κύκλος δεν είναι μεγάλος.
«Όσον αφορά στην επαγγελματική του απασχόληση, παρατηρούνται αρκετά κενά μεταξύ εργασίας και απραξίας και συνήθως με πρωτοβουλία του ίδιου», θα πει. «Το τελευταίο όμως δεν φαίνεται να ισχύει αυτή την περίοδο, που ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι με τα χαρακτηριστικά της προσωπικής και επαγγελματικής “επιτυχίας” μένουν άπραγοι και άνεργοι χωρίς να το έχουν επιλέξει».
Όπως αναφέρουν τα «Επίκαιρα», έχει παρατηρηθεί το γεγονός ότι παιδιά-θύματα να αναπτύσσουν προς αυτούς συμπεριφορές όμοιες με το «Σύνδρομο της Στοκχόλμης», δηλαδή να μη θέλουν να τους καταγγείλουν και παράλληλα να τρέφουν φιλικά αισθήματα γι’ αυτούς.
Κι αυτό δεν είναι τυχαίο, καθώς έχει παρατηρηθεί ότι μια κατηγορία παιδιών που μπαίνει στο στόχαστρο των παιδεραστών είναι παιδιά που δείχνουν με τη συμπεριφορά τους πως έχουν ανάγκη από προστασία και ασφάλεια.
Οι συνήθειες των παιδεραστών χαρακτηρίζονται από εμμονή με τα παιδιά που θέτουν ως στόχους, κάνουν τα πάντα για να το πετύχουν, προστατεύουν με κάθε θυσία τις συλλογές από φωτογραφίες, συνήθως αρέσκονται να διατηρούν σουβενίρ από κάθε εμπειρία τους και με κάποιον τρόπο έχουν πείσει τους εαυτούς τους ότι αυτό που κάνουν είναι «υγιές» και φυσιολογικό για τα παιδιά.
Επίσης, βρίσκουν πάντοτε έναν τρόπο να είναι κοντά στο οικογενειακό περιβάλλον του παιδιού, αναπτύσσοντας σχέσεις με τους γονείς τους, ώστε να μπορούν να αντικρούσουν ευκολότερα τυχόν αποκαλύψεις των παιδιών.
Όπως έχει παρατηρηθεί, σε αρκετές περιπτώσεις, συνυπάρχουν και άλλες διαστροφές, όπως η ηδονοβλεψία, η επιδειξιμανία αλλά και ο σαδισμός. Σε μεγάλο ποσοστό, που μπορεί να ξεπερνά ακόμα και τα 2/3 αυτών που έχουν συλληφθεί και έχουν δεχτεί να μιλήσουν σε ειδικούς, έχουν και οι ίδιοι κακοποιηθεί σεξουαλικά κατά την παιδική τους ηλικία.
Συγκλονιστικές μαρτυρίες
Μία από τις περιπτώσεις που πληροί σχεδόν όλες τις παραπάνω προϋποθέσεις ήταν αυτή του προπονητή μπάσκετ από το Ρέθυμνο που είχε συλληφθεί το 2011. Κατηγορήθηκε ότι είχε παραπλανήσει σεξουαλικά περίπου 40 νεαρά αγόρια, με τα οποία, λόγω της επαγγελματικής του ιδιότητας, είχε αναπτύξει σχέσεις εμπιστοσύνης, ασφάλειας και σιγουριάς από την πλευρά των παιδιών.
«Με πήγε σε ένα ξωκλήσι σε ένα χωριό που δεν είχα πάει ποτέ. Ήταν μακριά από το σπίτι μου. Πριν μπούμε στο αυτοκίνητο, μου είπε ότι εκεί θα καθόμασταν στη φύση και θα μου έλεγε πώς να γίνω πιο καλός άνδρας. Δεν κατάλαβα ακριβώς τι εννοούσε, αλλά αφού ήταν καθηγητής μου τον ακολούθησα. Μετά άρχισε να με ακουμπάει. Πρώτα στο χέρι. Ένιωσα αμήχανα. Περίεργα. Ντρέπομαι. Δεν μπορώ να σας πω άλλα. Αφήστε με…», είχε πει ένα παιδί, θύμα του.