«Εδώ και ενάμισι έτος αυτό που λέμε και επιβεβαιώνεται είναι ότι δεν υπάρχει λόγος να γίνουν περικοπές στις συντάξεις», δήλωσε ο υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης, Τάσος Πετρόπουλος, στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού- Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων, «Πρακτορείο 104,9 fm».
«Όλοι οι σοβαροί αναλυτές και αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβεβαιώνουν πως δεν είναι θετικό μέτρο να κάνεις περικοπή συντάξεων σε μια κοινωνία, η οποία είναι στο ξεκίνημα μίας πορείας οικονομικής ανάκαμψης», επισήμανε ο κ. Πετρόπουλος, παρατηρώντας ότι στον Γερμανό υπουργό Οικονομικών, Όλαφ Σολτς, «πόνταραν όλοι οι επικριτές μας, με μια τυφλή αντιπαλότητα, η οποία στην πραγματικότητα παραγνωρίζει την ανάγκη του λαού μας να βρει μία διέξοδο σε αυτή την κατάσταση που ήταν, αλλά από ό,τι φαίνεται ο ίδιος διαψεύδει εκείνους που τον αξιοποιούσαν, τον επικαλούνταν, για να υποστηρίξουν ότι θα εμποδιζόταν από τον κ. Σολτς η μη περικοπή των συντάξεων».
Σε ό,τι αφορά τις εξαγγελθείσες από τον πρωθυπουργό μειώσεις των ασφαλιστικών εισφορών, ο υφυπουργός διευκρίνισε: «Ήδη εισάγουμε προς ψήφιση στη Βουλή 22 διατάξεις, που αφορούν την κοινωνική ασφάλιση και 14, που αφορούν τα θέματα εργασίας. Πολλά από αυτά είναι πολύ ουσιαστικά μέτρα, τα οποία επιλύουν προβλήματα πολλών δεκαετιών στον χώρο της κοινωνικής ασφάλισης και εκείνο που συνεχίζουμε να βλέπουμε είναι θέματα που δυσχέραναν τους πολίτες στην οικονομική τους δραστηριότητα, ιδίως σε ό,τι αφορά τις οφειλές. Bλέπουμε διαρκώς μέτρα, τα οποία διευκολύνουν τους επιχειρηματίες να επανενταχθούν στην οικονομική προσπάθεια, την οποία μπορούν να καταβάλουν».
Ερωτηθείς σχετικά με το ενδεχόμενο γενικής εφαρμογής -στη βάση πρωτόδικων αποφάσεων δικαστηρίων- της επιστροφής αναδρομικών σε συνταξιούχους, που υπέστησαν μειώσεις στο πλαίσιο των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής, ο κ. Πετρόπουλος εξήγησε: «Όπως διαπίστωσαν όλοι με τα ειδικά μισθολόγια, η κυβέρνηση πέρασε ειδικό νόμο και όλοι εισέπραξαν το ποσό μιας διαφοράς. Αυτό δεν σημαίνει ότι σε κάθε περίπτωση κάτι τέτοιο θα είναι δυνατό. Περάσαν αρκετά χρόνια, για να μπορέσει να γίνει αυτό, κατά το μέρος που έγινε με τα ειδικά μισθολόγια. Η θέση μας είναι ότι θα πετυχαίνουμε κάθε φορά βήματα ελευθερίας και οικονομικής δυνατότητας ως χώρα, ώστε να μπορούμε να καλύπτουμε αδικίες του παρελθόντος κι αυτό το κάνουμε συνεχώς, κάθε χρόνο».
Σε ό,τι αφορά τις αιτήσεις για τα αναδρομικά, που υποβάλλουν οι συνταξιούχοι, διευκρίνισε: «Η κυβέρνηση υπεύθυνα ενημερώνει τον κόσμο, του λέει ότι μπορεί να διακόψει την παραγραφή με μία αίτηση, που ήδη έχουμε ετοιμάσει στην πλατφόρμα του ΕΦΚΑ. Μόνο η κατάθεση της αίτησης αναστέλλει την παραγραφή και έχει πέντε χρόνια μέχρι το 2023 να σκεφτεί ο κόσμος τι θα κάνει, αφού το ΣτΕ και τα άλλα δικαστήρια θα επανεξετάσουν αυτό που λένε τώρα για πρώτη φορά τα πρωτοβάθμια, κατώτατα δικαστήρια.
Όμως, το ΣτΕ αυτό που έχει πει και είναι δεσμευτικό -δεν τίθεται αμφιβολία ότι αυτό ισχύει, παραβιάστηκε από τα πρωτοβάθμια δικαστήρια με άλλες σκέψεις- είναι ότι κανείς δεν μπορεί να πάρει αναδρομικά, αν δεν έχει ασκήσει αγωγή προ της έκδοσης της απόφασής του ΣτΕ, δηλαδή μέχρι το 2015 και μόνον όσοι είχαν ασκήσει μέχρι τότε αγωγή θα τα πάρουν».
Σχετικά με τα νέα δεδομένα, που διαμόρφωσαν οι αποφάσεις των κατώτατων δικαστηρίων, ο υφυπουργός εκτίμησε: «Θα πρέπει να ξανασκεφτεί το ΣτΕ και νομίζω ότι θα το κάνει, ποιος είναι ο λογαριασμός, διότι αν δεχθεί ως ορθές τις μεταγενέστερες αποφάσεις των κατώτερων δικαστηρίων -τις μεταγενέστερες της δικής του, του 2015, αποφάσεις- θα πρέπει να υπολογίσει ποιο είναι το κόστος.
Αφού λοιπόν έχει δεσμευθεί το ίδιο το Ανώτατο δικαστήριο, ότι το κόστος δεν μπορεί να υπερβαίνει το 16,2% του ΑΕΠ, είμαι βέβαιος ότι με αυτό το όριο που έθεσε η χώρα από το 2010 ως περιορισμό στη συνταξιοδοτική δαπάνη και το ΣτΕ δέχθηκε ότι είναι συνταγματικά ορθό και επιβεβλημένο, θα προσδιορίσει την απόφασή του στα όρια αυτά. Αν το πάρουν όλοι θίγεται το γενικό συμφέρον στον πυρήνα του, διότι θα προκύψει ένα κόστος που δεν φτάνουν ούτε τα υπάρχοντα αποθεματικά του ΕΦΚΑ, δύο ετών αποθεματικά θα πρέπει να δοθούν μόνο για τα αναδρομικά».