Σημαντική μείωση (-17,3%) σε σχέση με το 2010 σημείωσαν οι εισαγωγές παρθένου ελαιολάδου στην Κύπρο, με τις εισαγωγές από Ελλάδα να διατηρούνται σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με το 2010, όπως αναφέρεται σε έκθεση της πρεσβείας μας. Παρά το γεγονός ότι οι εισαγωγές από Ελλάδα δεν αυξήθηκαν, κρίνεται σκόπιμο να καταγραφεί ότι το ποσοστό συμμετοχής τους στο σύνολο των κυπριακών εισαγωγών παρθένου ελαιολάδου αυξήθηκε από 75,7% (2010) σε 89,7% (2011).
Η μέση τιμή του εισαγόμενου παρθένου ελαιολάδου σημείωσε πολύ μικρή αύξηση από 2,43 ευρώ/κιλό σε 2,46 ευρώ ανά κιλό. Παράλληλα, η μέση τιμή του εισαγόμενου από Ελλάδα παρθένου ελαιολάδου διατηρήθηκε σε χαμηλότερα επίπεδα, υποχωρώντας από 2,54 ευρώ/κιλό σε 2,41 ευρώ/κιλό.
Σημειώνεται ότι, ενώ το ελαιόλαδο, που παράγεται στην Κύπρο από το 1992 και μετά, επαρκεί να καλύψει τις ανάγκες της εσωτερικής αγοράς, η ποιότητα του υπολείπεται και γευστικά απέχει από εκείνη του ελληνικού, γεγονός που αποτυπώνεται σε σχετικές έρευνες καταναλωτικών και διατροφικών προτιμήσεων.
Παρά την ανοδική τάση της κατανάλωσης ελαιολάδου, η μέση ετήσια κατά κεφαλή κατανάλωση στην Κύπρο, σε σύγκριση με την κατανάλωση που παρατηρείται στις χώρες της Μεσογείου και ειδικότερα στην Ελλάδα, παραμένει σε χαμηλά επίπεδα. Σε σχετική παγκύπρια έρευνα, που διενεργήθηκε από ιδιωτική εταιρεία για λογαριασμό του Ελληνικού Οργανισμού Εξωτερικού Εμπορίου (ΟΠΕ), το ελαιόλαδο και οι ελιές ελληνικής προέλευσης, σε μία κλίμακα αξιολόγησης από το 1-5, απέσπασαν τις ιδιαίτερα θετικές προτιμήσεις των καταναλωτών (3,6-4,1 αντίστοιχα).
Συγκεκριμένα, το 22% των ερωτηθέντων κρίνει πολύ θετικά το ελληνικό ελαιόλαδο, ενώ όσον αφορά τις ελιές, το 33% των ερωτηθέντων τις κρίνει θετικά, το 17% έχει ουδέτερη άποψη και μόλις το 12% αρνητική.
Τέλος, όπως αναφέρεται στην έκθεση η ετήσια παραγωγή ελαιολάδου στην Κύπρο ανήλθε κατά την τελευταία σεζόν σε 5,6 χιλ. τόνους σημειώνοντας μείωση της τάξης του 13,8% σε σχέση με πέρυσι.
Σύμφωνα με παραγωγούς, αρνητική επίδραση στην κυπριακή ελαιοπαραγωγή έχουν η πτώση της τιμής του ελαιολάδου στην αγορά, λόγω των εισαγωγών σε χαμηλότερες τιμές από αυτές των ντόπιων παραγωγών, καθώς και η επιβολή ΦΠΑ ύψους 15%.