Δεν έχουν περάσει παρά μόνο τρεις ημέρες από το απόγευμα της Παρασκευής, οπότε ο ιδιοκτήτης του κοσμηματοπωλείου της οδού Γλάδστωνος στην Ομόνοια και ένας περαστικός χτυπούσαν στο κεφάλι έναν άνδρα, που είχε εισέλθει στο κατάστημα, πιθανόν για να το ληστέψει. Ο θάνατος του Ζακ Κωστόπουλου, που δέχθηκε από έξω την επίθεση των δύο ανδρών προσπαθώντας να απεγκλωβιστεί, όντας κλειδωμένος μέσα στο μαγαζί, είχε και μία ακόμη διάσταση που εγείρει τραγικά και εκρηκτικά ερωτήματα για την κοινωνία: αυτή του «κοινού» που παρακολούθησε αμέτοχο αυτή την αποτρόπαια «παράσταση», των ανθρώπων δηλαδή που είχαν συγκεντρωθεί έξω από το συγκεκριμένο κοσμηματοπωλείο. Για να μας βοηθήσει να καταλάβουμε τι πραγματικά συνέβη, ζητήσαμε τη βοήθεια ενός ειδικού: του ψυχολόγου Γιάννη Τέντη, που από το 1988 εξερευνά τις θεατές ή αθέατες πλευρές της ανθρώπινης φύσης. «Τα σενάρια τα οποία γνωρίζουμε, προέρχονται από ένα βίντεο που τράβηξε κάποιος, ο οποίος επίσης αντί να κάνει κάτι, απλώς τραβούσε βίντεο» ξεκίνησε να λέει, προσπαθώντας να σκιαγραφήσει το συμβάν. «Υπάρχουν πολλές οπτικές. Η μία λέει ότι ο άνθρωπος μπήκε εκεί για να προφυλαχθεί. Σε κάθε περίπτωση όμως φαίνεται ότι μπήκε σε άδειο μαγαζί, δεν απείλησε κανέναν. Ο ιδιοκτήτης όπως είδαμε ήταν απ’ έξω. Το τραγικότερο είναι ότι κανένας δεν πήρε θέση υπέρ της ειρηνικής διαδικασίας. Όλοι από φόβο, με τη σκέψη ότι ένας χρήστης είναι για πέταμα, δεν πήραν θέση. Κοίταζαν σαν θεατές έναν άνθρωπο να λιντσάρεται». Από τι προέρχεται όμως μία τέτοια αντίδραση; «Έχει να κάνει καθαρά με το πώς η ελληνική κοινωνία είναι πολωμένη. Δηλαδή η ελληνική κοινωνία αυτή τη στιγμή φαίνεται να είναι αδύναμη να καταδικάσει και τα δύο πράγματα. Και την κλοπή ή ληστεία και τον φόνο. Θα πρέπει να συντάσσεται ή με τον έναν ή με τον άλλον. Αυτή την πόλωση είναι που πληρώνουμε καθημερινά. Το ίδιο παρόμοιο γεγονός έγινε πριν από μερικές μέρες στη λαϊκή στα Εξάρχεια με έναν Πακιστανό ο οποίος πήρε ένα μήλο. Άρχισαν και τον κλότσαγαν οι πελάτες της λαϊκής, μέχρι που δύο «τρελοί» τους σταμάτησαν και τον πήραν τον άνθρωπο. Για ένα μήλο άρχισαν και τον ποδοπατούσαν. Καταλαβαίνεις λοιπόν ότι σιγά σιγά έχουμε σταματήσει να έχουμε την ανθρώπινη υπόσταση. Γινόμαστε μέλη ενός κοπαδιού. Πώς είναι τα βουβάλια που αν τρομάξουν τρέχουν και μη σε πάρει κανένα στο διάβα του, έτσι αρχίζει να γίνεται η ελληνική κοινωνία». Στην ερώτηση αν η απάθεια των ανθρώπων που παρακολουθούσαν σχετίζεται με την ταύτιση με τον ιδιοκτήτη, ο κ. Τέντης απάντησε: «Ταύτιση με τον καταστηματάρχη δεν πιστεύω να υπήρχε. Υπήρχε σίγουρα απέχθεια προς έναν χρήστη, γιατί ήταν πρεζάκιας. Φαινόταν από τη συμπεριφορά του ότι δεν στεκόταν καλά ο άνθρωπος. Φαινόταν ότι ήταν χρήστης ναρκωτικών. Και στην Κάνιγγος εκεί είναι πέρασμα, δεν είναι πιάτσα από χρήστες. Βέβαια ενοχλεί το παρουσιαστικό. Δεν νομίζω ότι ταυτίστηκαν με τον ιδιοκτήτη. Κατ’ αρχήν ο ιδιοκτήτης φαίνεται να μην απειλήθηκε. Ήταν έξω και τον έκλεισε μέσα. Άρα πώς να ταυτιστεί κάποιος με αυτό το θέαμα; Ίσως ταυτίστηκε με την απέχθεια που τρέφει η ελληνική κοινωνία για τους περιθωριακούς; Ίσως». «Οι άνθρωποι λειτούργησαν ως οπαδοί. Πώς πας και βλέπεις την ΑΕΚ και τον Ολυμπιακό. Επέδειξαν μία παθητική, αλλά στην ουσία ενεργητική στάση. Με τη στάση τους επιβράβευαν αυτό που έβλεπαν. Κανένας δεν είπε: “Σταματήστε”. Κανένας δεν έκανε κάτι για να σταματήσει αυτή η ιστορία. Μόνο ένας. Δεν νομίζω ότι λειτούργησαν υπό το αίσθημα του φόβου. Πόσο πια; Όχλος. Ψυχολογία του όχλου. Και η Πολιτεία δεν υπάρχει πουθενά. Αυτό που στην πραγματικότητα μια κυβέρνηση θέλει είναι φοβισμένους πολίτες. Όσο είσαι φοβισμένος και είσαι υπό το καθεστώς της απειλής, είσαι μια χαρά». Ο κ. Τέντης προχώρησε και σε μία θλιβερή διαπίστωση: «Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που ήταν εκεί δεν κατάλαβαν ότι μολύνθηκαν με το μικρόβιο της αναξιοπρέπειας. Αν εκεί ήταν ένας πατέρας και γυρίσει σπίτι του τι θα πει με καμάρι; Ότι είδα να σκοτώνουν έναν άνθρωπο και δεν έκανα τίποτα; Όχι. Κατάπιε άλλη μια φορά μια φάπα στην αξιοπρέπειά του, κατάπιε άλλη μια φορά μια φάπα στην περηφάνια του, κατάπιε για άλλη μια φορά τον ανθρωπισμό του».