Όταν κάποιος υφίσταται ταλαιπωρία, για τον υπαίτιο αυτής, συχνά χρησιμοποιούμε τη φράση «του έχει ψήσει το ψάρι στα χείλη».

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η προέλευση της παροιμιώδους έκφρασης, που όπως φαίνεται είναι κυριολεκτική.

Στα χρόνια του Βυζαντίου, οι ημέρες νηστείας της Σαρακοστής εορτάζονταν με μεγάλη κατάνυξη. Το φαγητό των λαϊκών ήταν μαρουλόφυλλα βουτηγμένα στο ξίδι, μαυρομάτικα φασόλια, φρέσκα κουκιά και θαλασσινά.

Η νηστεία όμως των μοναχών ήταν ακόμη πιο αυστηρή. Έτσι, δεν ήταν ασυνήθιστο το φαινόμενο καλόγεροι να μην μπορούν να κρατήσουν περισσότερο τη νηστεία και να καταφεύγουν σε κρυφές αμαρτίες, τρώγοντας αυγά ή πίνοντας γάλα. Αν όμως κάποιος πιάνονταν από άλλους μοναχούς να σπάει τη νηστεία, τον περίμεναν οι πιο αυστηρές ποινές από το συμβούλιο των ηγουμένων.

Αυτό συνέβη και σε ένα καλόγερο, το Μεθόδιο, ο οποίος πιάστηκε να τηγανίζει ψάρια μέσα σε μια σπηλιά, που ήταν κοντά στο μοναστήρι. Η αμαρτία του θεωρήθηκε φοβερή και ανάλογα φρικτή ήταν και η τιμωρία του.

Το συμβούλιο των ηγούμενων τον καταδίκασε στην εξής τιμωρία: Διάταξε και του γέμισαν το στόμα με αναμμένα κάρβουνα και κει πάνω έβαλαν ένα ωμό ψάρι, για να ψηθεί. Το γεγονός αυτό καταγράφεται από το Θεοφάνη.

Όπως είναι φυσικό, ο καλόγερος πέθανε έπειτα από λίγο σε τρομερούς πόνους. Από το περιστατικό αυτό έμεινε και η συγκεκριμένη φράση.