Οι άγριες εικόνες από την καθημερινότητα που βίωσε στην κατεστραμμένη οικονομικά Πολωνία της δεκαετίας του 1980 είναι οι αναμνήσεις που έφερε μαζί της η κτηνοτρόφος Μαργαρίτα Αργυράκου, η οποία ζει από το 1989 στην Ελλάδα.
Για χρόνια, οι Πολωνοί ήταν υποχρεωμένοι να ζουν με δελτίο για το κρέας και τα καύσιμα, η μαύρη αγορά βρισκόταν σε άνθηση, ενώ έλειπαν ακόμα και οι στοιχειώδεις υπηρεσίες υγείας.
Η κ. Αργυράκου προκάλεσε αίσθηση με την παρέμβασή της, το περασμένο Σάββατο, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής ομιλίας του Ευάγγελου Βενιζέλου στη Λιβαδειά, όταν περιέγραψε την καθημερινότητα των Πολωνών και τις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετώπιζαν για να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα. «Δεν θέλω να ξαναζήσω τις ίδιες καταστάσεις στην περίπτωση που η Ελλάδα αναγκαστεί να βγει από την Ευρωπαϊκή Ενωση» τονίζει.
Μιλώντας στο «Έθνος» η κ. Αργυράκου θυμάται την εποχή της χρεοκοπίας και της οικονομικής καταστροφής που σημάδεψε την εφηβεία της. «Το πρώτο εξάμηνο το ρεύμα κοβόταν σε καθημερινή βάση. Αμέσως μετά την κατάρρευση της χώρας τα σούπερ μάρκετ άδειασαν.
Μετά από τρεις μέρες τα μόνα πράγματα που μπορούσε να βρει κάποιος ήταν αλάτι και ξίδι. Οταν πέρασαν έξι μήνες και κανένας δεν μπορούσε να βρει τροφή στην ελεύθερη αγορά, έφτασε η ώρα να μας τη δώσει το κράτος με δελτίο» διηγείται.
Οι ποσότητες κρέατος που δικαιούνταν κάθε Πολωνός, μόλις που έφταναν για να επιβιώσει: «Κάθε πολίτης έπαιρνε δυόμισι κιλά μοσχαρίσιο κρέας και ένα κοτόπουλο τον μήνα. Τα παιδιά δικαιούνταν λίγο περισσότερο και έπαιρναν τέσσερα κιλά. Το κράτος μοίραζε με δελτίο τα καύσιμα, ακόμα και τα τσιγάρα. Κάθε ενήλικος έπαιρνε 20 πακέτα τον μήνα».
Με αυτές τις συνθήκες η Πολωνία του 1980 προσέφερε μεγάλες ευκαιρίες πλουτισμού στους μαυραγορίτες, πολλοί εκ των οποίων πλούτισαν με την ανοχή ή τη διακριτική υποστήριξη διεφθαρμένων κρατικών λειτουργών.
«Μπορούσες να βρεις πολλά βασικά είδη διατροφής και να αγοράσεις όποια ποσότητα ήθελες σε διπλάσιες και τριπλάσιες τιμές από την κανονική. Κάποτε είχαμε αγοράσει ένα σακί αλεύρι και το είχαμε κρύψει για να μην το βρει η αστυνομία και μας περάσει για μαυραγορίτες. Πάντως υπήρχε και η ελεγχόμενη από το κράτος μαύρη αγορά όπου μπορούσες να βρεις τα πάντα, αρκεί να είχες δολάρια ή γερμανικά μάρκα για να πληρώσεις» λέει. Κάποιες λύσεις έδιναν οι ανταλλαγές προϊόντων αλλά και η διάθεση τροφίμων από την Εκκλησία της Πολωνίας, στην οποία έφτανε η ανθρωπιστική βοήθεια από τη Δύση.
Η έλλειψη βασικών αγαθών οδήγησε και στην αύξηση της παραβατικότητας, αφού χιλιάδες άνθρωποι αναγκάστηκαν να γίνουν κλέφτες για να επιβιώσουν.
Η κ. Αργυράκου κάνει τον παραλληλισμό των Πολωνών με τους χαρακτήρες από τους «Αθλιους» του Βίκτορ Ουγκό.
«Οποιος είχε τη δυνατότητα να κλέψει λίγο κρέας ή καύσιμα από ένα ασθενοφόρο το έκανε. Κανείς δεν έλεγε τίποτα» καταλήγει.