«Εάν ήμουν ο Γερμανός Καγκελάριος, θα παρείχα τεράστια υποστήριξη στην Ελλάδα και την Ιταλία, ώστε να αντιμετωπίσουν την κατάσταση (με το προσφυγικό). Έγινε προσπάθεια με το να δωροδοκηθεί στην ουσία η Τουρκία, ώστε να εμποδιστεί η διέλευση όσο το δυνατόν περισσότερων μεταναστών, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμα και άλλοι δρόμοι ανοιχτοί, διότι πολλοί έρχονται από την Αφρική και από αλλού.
Αμφιβάλλω για το αν η λύση στα προβλήματα της Αφρικής έγκειται στην ανοιχτή / νόμιμη μετανάστευση προς την Ευρώπη. Αυτού του είδους η μετανάστευση συμβάλλει περισσότερο στην αποσταθεροποίηση της Ευρώπης, παρά βοηθά την Αφρική. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι η Γερμανία πρέπει να παράσχει μια πολύ ισχυρή στήριξη στην Ιταλία και την Ελλάδα».
Αυτό απάντησε ο πολιτικός διανοητής Φράνσις Φουκουγιάμα, («Το τέλος της Ιστορίας, 1989), σε συνέντευξή του στο διαδικτυακό περιοδικό «ipg-journal», το οποίο εκδίδεται από το προσκείμενο στο Σοσιαλδημοκρτικό Κόμμα της Γερμανίας(SPD) Ιδρυμα Φρίντριχ Εμπερτ (Friedrich-Ebert-Stiftung), ερωτηθείς για το ποιος θα έπρεπε να είναι ο ρόλος της Γερμανίας στο μεταναστευτικό.
Η κρίση στην ΕΕ προκαλείται κατά τον Αμερικανό πολιτικό φιλόσοφο από δύο σημαντικούς παράγοντες: «Ο πρώτος ήταν το ευρώ και αυτό το πρόβλημα δεν έχει επιλυθεί. Για να επιλυθεί, πρέπει να πάει κανείς είτε προς τα εμπρός είτε προς τα πίσω. Προς τα μπρος σημαίνει δημοσιονομική ένωση, προς τα πίσω (απλή) διαχείριση του ευρώ. Προς το παρόν, δεν πιστεύω ότι καμία από αυτές τις επιλογές είναι εφικτή. Ο δεύτερος παράγοντας είναι η μετανάστευση.
Δεν ακούγεται ευχάριστα, επειδή προέρχεται από τον Βίκτoρ Ορμπαν, αλλά νομίζω ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει δίκιο: δεν μπορεί κανείς να διατηρήσει κάτι σαν το σύστημα Σένγκεν, χωρίς την εξασφάλιση των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ, και αυτό επί του παρόντος δεν συμβαίνει. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τόσοι πολλοί άνθρωποι εξακολουθούν να καταφτάνουν στην Ελλάδα και την Ιταλία και αυτό δημιουργεί μεγάλες δυσκολίες και στις δύο χώρες. Υποδαυλίζει επίσης τον λαϊκισμό. Η Ευρώπη πρέπει επειγόντως να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα».
Στην παρατήρηση ότι πολλοί θα αντέτειναν πως με μια αυστηρότερη πολιτική μετανάστευσης θα γινόταν ακριβώς αυτό που θέλουν οι δεξιoί λαϊκιστές» ο κ. Φουκουγιάμα απαντά: «Δεν γίνεται όμως γι αυτόν τον λόγο. Ο χειρισμός του προσφυγικού από την καγκελάριο Μέρκελ ήταν καλοπροαίρετος. Λαμβάνοντας υπόψη τη γερμανική ιστορία, η ανοιχτή πολιτική για τους πρόσφυγες ήταν απολύτως κατανοητή. Ωστόσο, δημιουργήθηκε επίσης με αυτήν και ένα τεράστιο πρακτικό πρόβλημα, διότι η Γερμανία δεν έχει προετοιμαστεί να φιλοξενήσει τόσους πολλούς ξένους ταυτόχρονα, και επειδή η ανοχή των Γερμανών έχει ρεαλιστικά όρια. Ως εκ τούτου, η μείωση της ποσόστωσης ήταν μια λογική αντίδραση, ακόμη και αν τα δεξιά κόμματα ήθελαν ακριβώς αυτό».
Στο ερώτημα εάν αντί να επικρατήσει η φιλελεύθερη δημοκρατία, όπως είχε υποστηρίξει στο βιβλίο του «Το τέλος της ιστορίας» το 1989, αυτή έχει παρακμάσει, ο κ. Φουκουγιάμα απάντησε: «Δεν είπα ότι η δημοκρατία θα κέρδιζε παντού. Θέμα του “Τέλους της ιστορίας” είναι η τελεολογία της ιστορίας, δηλαδή το “τέλος”, όχι τόσο με την έννοια ενός συμπεράσματος, αλλά με την έννοια ενός στόχου. Επί 150 χρόνια, οι μαρξιστές δήλωναν ότι ο κομμουνισμός ήταν το τέλος της ιστορίας και ότι εξελισσόμασταν προς αυτήν την κατεύθυνση. Εγώ είπα όχι, αν πάμε προς τα κάπου, τότε πάμε προς την επικράτηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, που συνδέεται με την οικονομία της αγοράς, και το πιστεύω ακόμα. Νομίζω ότι είναι εξαιρετικά πρόωρο να θεωρήσουμε αυτήν την πορεία ως ολοκληρωθείσα.
Αν κοιτάξουμε γύρω μας τον κόσμο, τότε θα διαπιστώσουμε ότι ασφαλώς και υπάρχουν νέες λαϊκιστικές χώρες όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, αλλά αυτή δεν είναι η επικρατούσα τάση. Φυσικά, αυτή η αντίσταση στην παγκοσμιοποίηση και τις ελίτ είναι ανησυχητική. Αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι το τέλος της ιστορίας βρίσκεται στη ανελεύθερη δημοκρατία της Ουγγαρίας ή ότι το μοντέλο του Πούτιν είναι ένα οικουμενικό μοντέλο που θα ακολουθήσουν και άλλοι. Πιστεύω ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία εξακολουθεί να είναι η καλύτερη μορφή κυβέρνησης και αυτό έχει πολλούς λόγους. Είναι το πιο βιώσιμο μοντέλο και κατά την άποψή μου πιθανώς θα αυτοδιορθωθεί».
Για την κρίση της σοσιαλδημοκρατίας ο Αμερικανός φιλόσοφος είπε σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων: «Σε αντίθεση με τον λαϊκισμό, ο οποίος αναπτύσσεται σε όλο τον κόσμο, η σοσιαλδημοκρατία βιώνει μια ιστορική παρακμή. Ένας ανησυχητικά μεγάλος αριθμός σταθερών ψηφοφόρων της εργατικής τάξης και της δημόσιας διοίκησης προτιμούν να ψηφίσουν σήμερα τους λαϊκιστές».
Για το πώς εξηγεί αυτήν την εξέλιξη και πώς μπορεί κάποιος να ξανακερδίσει τις καρδιές και τα μυαλά αυτών των ανθρώπων, απαντά: «Το πρόβλημα αυτό έχει οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά αίτια. Από οικονομικής απόψεως, έχει να κάνει με το γεγονός ότι από την παγκοσμιοποίηση επωφελούνται κυρίως οι καλά καταρτισμένοι άνθρωποι στις μεγάλες πόλεις. Από πολιτική άποψη, επειδή πολλές δημοκρατίες έχουν ασχοληθεί πολύ λίγο με αυτά τα ζητήματα.
Πολλές από τις ελίτ είναι προφανώς υπεροπτικές και δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τα συναισθήματα των πολιτών. Αλλά η πιο σημαντική αιτία είναι πολιτιστική και έχει να κάνει με τη μετανάστευση. Στην Ευρώπη, το πρόβλημα προκλήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την κρίση των προσφύγων. Πολλές χώρες φοβούνται ότι θα χάσουν την πολιτιστική τους ταυτότητα λόγω της μεγάλης μετανάστευσης. Οι Ευρωπαίοι πρέπει να αντιδράσουν σε αυτούς τους βαθιά ριζωμένους φόβους.
Και στους τρεις τομείς μπορεί κανείς να κάνει κάτι και να ασχοληθεί με τους ανθρώπους που δεν στέκονται καλά οικονομικά. Αναλόγως μπορεί να αλλάξει και η μεταναστευτική πολιτική, αλλά υπάρχει και μια ηθική πλευρά της υπόθεσης: πρέπει να είμαστε διατεθειμένοι να υπερασπιστούμε τη φιλελεύθερη δημοκρατία, ως την καλύτερη μορφή διακυβέρνησης».