Γεμάτα συγκίνηση ήταν το λόγια του Κυριάκου Μητσοτάκη στον επικήδειο λόγο που εκφώνησε στον Ιερό Ναό του Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου , όπου έγινε η κηδεία της μητέρας του, Μαρίκας Μητσοτάκη.
Ο Κ. Μητσοτάκης αναφέρθηκε στη ζωή που έκανε η Μαρίκα Μητσοτάκη, η οποία –όπως είπε ο κ. Μητσοτάκης – είχε περισσότερες λύπες παρά χαρές.
«Μάμη μου,
Αν είχες ακούσει τους γιατρούς που σε χειρούργησαν, μικρό κορίτσι μετά τον πόλεμο στην Αμερική, δεν θα ήμασταν εδώ. Ούτε η Ντόρα, ούτε η Αλεξάνδρα, ούτε η Κατερίνα, ούτε εγώ. Και κατά προέκταση ούτε τα 13 σου εγγόνια, και τα 6 δισέγγονα που τόσο απλόχερα η ζωή σου χάρισε. Σου είπαν να μην κάνεις παιδιά και εσύ έκανες τέσσερα. Σού είπαν ότι δεν θα ξαναπερπατήσεις και εσύ χόρεψες.
Μετά σου είπαν ότι, εσύ μία μεγαλοαστή Αθηναία δεν θα άντεχες τις κακουχίες μιας ζωής δίπλα σε έναν νέο βουλευτή επαρχίας. Και εσύ έγινες πιο κρητικιά από τους κρητικούς.
Έζησες τη ζωή με τους δικούς σου όρους. Κράτησες μια οικογένεια δεμένη. Έγινες γνωστή σε όλους ως η κυρία Μαρίκα. Βοήθησες κόσμο και κοσμάκι, πολλοί από τους οποίους δεν έμαθαν ποτέ ποιος ήταν ο κρυφός τους ευεργέτης. Η κουζίνα σου προσέφερε απλόχερα σε όλους ένα πιάτο φαγητό, από τον Αριστοτέλη Ωνάση μέχρι τον απλό οδηγό. Αντιμετώπιζες όλους τους ανθρώπους με την ίδια καλοσύνη και αξιοπρέπεια.
Την γνώμη σου την έλεγες και με το παραπάνω. Αγωνίστηκες να πείσεις τους Έλληνες ότι τα άτομα με ειδικές ανάγκες δεν πρέπει να μείνουν στο περιθώριο. Το μεγάλο σου έργο, ένα σύγχρονο κέντρο αποκατάστασης ατόμων με κινητικά προβλήματα, δεν το είδες να γίνεται πράξη. Έπεσε θύμα των σκληρών κομματικών αντιπαραθέσεων μιας άλλη εποχής Κανείς όμως δεν έκανε περισσότερα για να ευαισθητοποιήσει την Ελληνική κοινωνία ότι κάποιος σε ένα αναπηρικό καροτσάκι δικαιούται τις ίδιες ευκαιρίες με οποιονδήποτε άλλον, και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται από την κοινωνία ως απόκληρος.
Εμένα με έκανες σε σχετικά μεγάλη ηλικία. Όχι μόνο με κράτησες, αλλά προσπαθούσες να πείσεις τον πατέρα μας κάνει ένα παιδί ακόμα για να μην μεγαλώνω μόνος μου. Στις δύσκολες στιγμές στο Παρίσι εσύ επέμεινες να μου μιλάς μόνο Ελληνικά και να μου διαβάζεις το πρώτο μου ποίημα. «Εις το βουνό ψηλά εκεί» θυμάμαι πως το έλεγαν. Και όταν λίγο πριν φύγεις, ανήμπορη πια να μιλήσεις, μου έδωσες το τελευταίο σου φιλί, σε έκλεισα για πάντα στην καρδιά μου.
Αλλά βέβαια το κέντρο της ζωής σου ήταν ο σύντροφός σου για 60 χρόνια, ο Κώστας σου. Ζήσατε πιο πολλές λύπες παρά χαρές αλλά στάθηκες δίπλα του, βράχος ακλόνητος. Τον στήριξες με την αγάπη σου, αλλά και με το θάρρος της γνώμης σου, και μακάρι σε ορισμένα που του έλεγες να σε είχε ακούσει περισσότερο.
Του χάρισες την οικογενειακή ηρεμία που είναι τόσο απαραίτητη σε ένα δημόσιο άντρα, την σιγουριά ότι τα παιδιά είναι σε καλά χέρια, την ζεστασιά του οικογενειακού τραπεζιού γύρω από το οποίο, ενωμένοι, παραμερίζουμε τις όποιες διαφορές μας. Και σήμερα, θα φύγεις από εδώ να πας στην τελευταία σου κατοικία σε ένα μικρό νεκροταφείο, μακριά από πολυτέλειες και μαυσωλεία, στον Αργουλιδέ Χανίων . Με θέα τις ελιές και τη δύση του Ακρωτηρίου, στον τόπο που αγάπησες. Όπως το ήθελες .
Σε αποχαιρετούμε, οι αδερφές μου και εγώ, με ένα στίχο από το αγαπημένο σου τραγούδι της Μαρινέλας, που πάντα σιγοτραγουδούσες στον Κώστα σου: «Μα σ’ αγαπώ και κοίτα ανοίγουν οι ουρανοί, οι ουρανοί που τόσο δύσκολα ανοίγουν». Πράγματι, μάμη μου, οι ουρανοί ανοίγουν πολύ δύσκολα, αλλά είμαι βέβαιος ότι σήμερα θα είναι ορθάνοιχτοι να σε υποδεχτούν. Καλό σου ταξίδι»