Η «κακή» υγεία εξαντλεί την οικονομία μιας χώρας και σύμφωνα με έρευνες, ποσοστό 7-12% του ΑΕΠ χάνεται ετησίως, λόγω των μη-μεταδιδόμενων νοσημάτων, ανέφερε ο γγ Δημόσιας Υγείας, Γιάννης Μπασκόζος, κατά την ομιλία του στο Συνέδριο «The Future of Healthcare in Greece».
«Η υγεία είναι η “επένδυση” στην οικονομία» είπε ο κ. Μπασκόζος, αναλύοντας τα κυριότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα συστήματα υγείας και ειδικότερα στην Ελλάδα.
Ανέφερε: «Η οικονομική κρίση προκάλεσε αλλαγές ευρείας κλίμακας, ωστόσο, ο στόχος για καθολική υγειονομική κάλυψη τηρήθηκε από την πρώτη στιγμή που αναλάβαμε. Η επίλυση του προβλήματος όσον αφορά την ασφαλιστική κάλυψη υγείας, που επηρέασε περίπου 2,5 εκατ. άτομα, ή το ένα τέταρτο του πληθυσμού, λόγω της έλλειψης καθολικής κάλυψης, ήταν ένα επίτευγμα».
Σύμφωνα με τον κ. Μπασκόζο, οι κύριες προκλήσεις του συστήματος υγείας στην Ελλάδα είναι η συνεχιζόμενη υψηλή συμβολή των ιδιωτικών δαπανών στις συνολικές δαπάνες για την υγεία, οι διαφορές στην κατανομή των πόρων που συνεπάγονται διαφορετικό μοντέλο παροχής υπηρεσιών σε σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ, ανισότητες στην πρόσβαση λόγω οικονομικών προβλημάτων, ανισοκατανομή υγειονομικού προσωπικού και μειωμένες δαπάνες για τη δημόσια υγεία.
Όπως ανέφερε, «η βαθιά και διαρκής οικονομική κρίση εξακολουθεί να επιδρά στο σύστημα υγείας. Η Ελλάδα δαπάνησε 8,4% του ΑΕΠ στην υγεία το 2015, αλλά στο πλαίσιο του δραστικά συρρικνούμενου ΑΕΠ, οι δαπάνες για την υγεία μειώθηκαν στην πραγματικότητα. Η κατά κεφαλή δαπάνη είχε μείωση ύψους 28%, η οποία κατατάσσει την Ελλάδα αρκετά χαμηλά σε σχέση με τον μέσο όρο στην ΕΕ. Οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία αντιστοιχούν σε 5% του ΑΕΠ σε σχέση με 7,2% που είναι ο μέσος όρος στην ΕΕ και αντιπροσωπεύουν μόλις το 59% των συνολικών δαπανών για την υγεία, το τέταρτο χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ».
Ο γγ ανέφερε ακόμη ότι η Ελλάδα έχει ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό δαπανών για νοσοκομειακή περίθαλψη (συμπεριλαμβανομένης της περίθαλψης των παιδιών στα νοσοκομεία), το οποίο αντιπροσωπεύει το 40% των δαπανών για την υγεία το 2015 (ΕΕ=28%). Ίδια περίπου εικόνα παρουσιάζουν και η Πολωνία, η Αυστρία και η Γαλλία, στην οποία το ένα τρίτο των συνολικών δαπανών κατανέμεται στη νοσοκομειακή περίθαλψη.
Επιπλέον, παρατηρείται ότι το μερίδιο της κατανομής των πόρων για ιατρικο-φαρμακευτικά προϊόντα στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλό -της τάξης του 30%- ίδιο περίπου με αυτό της Λετονίας και του Μεξικού, ενώ στις χώρες του ΟΟΣΑ κυμαίνεται σε 19% των δαπανών για την υγεία. Στη Δανία, το Λουξεμβούργο και τη Νορβηγία, από την άλλη πλευρά, οι δαπάνες για ιατρικο-φαρμακευτικά προϊόντα αντιπροσωπεύουν μόνο 10-11% των δαπανών για την υγεία.
«Στην Ελλάδα, η μη ικανοποιούμενη ανάγκη αυξήθηκε και οι ομάδες χαμηλότερου εισοδήματος αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες πρόσβασης στην περίθαλψη. Η αυτοαναφερόμενη μη ικανοποιούμενη ανάγκη για ιατρική περίθαλψη, λόγω κόστους, απόστασης ή χρόνου αναμονής τριπλασιάστηκε κατά την τελευταία δεκαετία και είναι πλέον η δεύτερη υψηλότερη στην ΕΕ (12,3% έναντι 3,3% του μέσου όρου της ΕΕ)» είπε.
Μια άλλη ιδιαιτερότητα του ελληνικού συστήματος υγείας, σύμφωνα με τον κ. Μπασκόζο, είναι η ανισοκατανομή του υγειονομικού προσωπικού. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει μεγάλες γεωγραφικές ανισότητες στην κατανομή των γιατρών. Η πυκνότητα των γιατρών το 2014 κυμαινόταν από 2,9 ανά 1000 κατοίκους στη Δυτική Μακεδονία και στην Κεντρική Ελλάδα έως 8,6 ανά 1000 κατοίκους στην Αττική (ΕΛΣΤΑΤ, 2016). Παρότι παρασχέθηκαν ορισμένα (οικονομικά) κίνητρα σε γιατρούς που εργάζονται σε αγροτικές περιοχές της Ελλάδας, αυτά δεν αποδείχτηκαν επαρκή για την πρόσληψη και την παραμονή προσωπικού σε αυτές τις περιοχές, ανέφερε.
Επίσης, άλλη ιδιαιτερότητα του ελληνικού συστήματος υγείας είναι ότι αντιμετωπίζει ελλείψεις σε νοσηλευτικό προσωπικό, αλλά διαθέτει δυσανάλογα μεγάλο αριθμό ειδικών γιατρών. Το πάγωμα των προσλήψεων εργαζομένων στον δημόσιο τομέα που επιβλήθηκε το 2010, οδήγησε σε μείωση κατά 15% του προσωπικού που απασχολείται σε νοσοκομεία. Ωστόσο, η Ελλάδα εξακολουθεί να καταγράφει μακράν την υψηλότερη αναλογία γιατρών σε σχέση με τον πληθυσμό (6,3 ανά 1000) στην ΕΕ. Η συντριπτική πλειονότητα των γιατρών είναι ειδικοί γιατροί και μόνο μια μικρή μειονότητα (6%) είναι γενικοί ή οικογενειακοί γιατροί. Σε αντίθεση με τον αριθμό των γιατρών, η αναλογία νοσηλευτικού προσωπικού προς τον πληθυσμό είναι μακράν η χαμηλότερη στην ΕΕ (3,2 έναντι 8,4 ανά 1000).
Η Ελλάδα έχει τις χαμηλότερες δαπάνες για υπηρεσίες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας μεταξύ των χωρών. Η καθολική κάλυψη με έμφαση στην ΠΦΥ και η διασφάλιση της κατανομής των περιορισμένων οικονομικών πόρων με βάση το κοινωνικό συμφέρον, αποτελεί το μεγάλο στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί, υπογράμμισε ο κ. Μπασκόζος.
Ανέφερε ότι η Ελλάδα εμφανίζει ένα από τα υψηλότερα επίπεδα ιδιωτικών δαπανών για την υγεία στην ΕΕ συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες. Το 2015 οι άμεσες πληρωμές συνιστούσαν πάνω από το ένα τρίτο (35%) των συνολικών δαπανών για την υγεία, ποσοστό υπερδιπλάσιο του μέσου όρου (15%) στην ΕΕ και το τέταρτο υψηλότερο μεταξύ των κρατών μελών. Το αντίστοιχο ποσοστό στη Γερμανία είναι 13%, ενώ της Αγγλίας κυμαίνεται γύρω στι 11%. Ο κύριος όγκος των άμεσων πληρωμών από τους ασθενείς (90%) στην Ελλάδα αφορά την αγορά ιδιωτικών υπηρεσιών κι όχι τη συμμετοχή στις πληρωμές. Από τις εν λόγω ιδιωτικές δαπάνες, σχεδόν το ένα τρίτο αποτελείται από άτυπες πληρωμές που καταβάλλονται κυρίως σε χειρουργούς για να παρακαμφθούν οι λίστες αναμονής και για την εξασφάλιση της θεωρούμενης «καλύτερης φροντίδας».
Όσον αφορά, τέλος, την πολιτική στον τομέα του φαρμάκου, ανέφερε ότι αυτό που πρέπει να κάνουν η ΕΕ και οι θεσμοί, είναι να αποδεχτούν την πραγματικότητα πως δεν μπορεί η Ελλάδα να συνεχίσει να πορεύεται με τόσο χαμηλό ποσοστό δημόσιων δαπανών υγείας, να ενισχύσει τη διαπραγματευτική δύναμη όλων των χωρών απέναντι στη φαρμακοβιομηχανία και να ενισχύσει την προσπάθεια για διαφάνεια, αποτελεσματικότητα και πάταξη της κατασπατάλησης του δημόσιου χρήματος.