Συνοδεύουν τα έθιμα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, συμβολισμοί που προέρχονται από τον μυθικό φοίνικα που ξαναγεννιέται από τις στάχτες του και παγανιστικά στοιχεία που συνδέθηκαν με την καθημερινότητα των ανθρώπων κάθε τόπου, αναβιώνουν τις ημέρες του Δωδεκαήμερου και κρύβονται καλά πίσω από τη φωτιά και τις μεταμφιέσεις. Αυτά τα δύο στοιχεία, άλλωστε, κυριαρχούν σε κάθε έκφραση της τοπικής παράδοσης και λαογραφίας της Μακεδονίας κατά τις γιορτινές μέρες.
«Υπάρχουν κάποια πράγματα ή μέσα που είναι διαχρονικά και μπορεί κάποιος να τα εντοπίσει σε πολλές κοινωνίες, όπου υπάρχει εορτασμός. Ένα από αυτά είναι η φωτιά που συμβολίζει το καινούριο, τη νέα αφετηρία, το καθαρτήριο, την ευετηρία, την καλοχρονιά» εξηγεί στο Αθηναϊκό-Μακεδονκό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Γιώργος Μελίκης, δημοσιογράφος, ιστορικός και λαογράφος. Ενδεικτικά παραθέτει το παράδειγμα του μυθικού φοίνικα, στο οποίο με πολύ παραστατικό τρόπο από τη φωτιά γεννιέται πάλι η ζωή.
«Η φωτιά είναι κυρίαρχο μέσο στο λειτουργικό που επιτελείται σε όλα αυτά τα δρώμενα και σε όλες αυτές τις εκφάνσεις της παράδοσης που έχουν σχέση με τον εορτασμό των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Τα τζάκια είναι αναμμένα και στη σχετική σημειολογία συνυπάρχουν η πρακτική πλευρά της ζεστασιάς αλλά και η ζεστασιά της ψυχής, στο επίκεντρο ενός σπιτιού, την αρχαία εστία όπου εκτυλίσσονται τα περισσότερα δρώμενα» αναφέρει.
Στο ίδιο σημείο, στην εστία, οι νοικοκυρές φτιάχνουν ένα κομμάτι ζυμάρι και ψήνουν καλικάντζαρους την παραμονή των Χριστουγέννων. Τους κρεμάνε πίσω από την πόρτα και όταν φωτιστούν τα νερά στα Φώτα τους θάβουν στο χωράφι και με αυτούς θάβουν και όλα τα κακά πράγματα και τις «ματσακωνιές» που κάνουν οι καλικάντζαροι με τις σκανδαλιές τους. Τότε κι αυτοί γίνονται χθόνιες δυνάμεις που για ένα χρόνο θα παραμείνουν μέσα στη γη και την επόμενη χρονιά, την ίδια εποχή, θα εμφανιστούν για να επιτελέσουν και πάλι το σκοπό τους που είναι η νίκη του φωτός επί του σκότους.
Τις ίδιες μέρες, τα μέλη μιας οικογένειας αλλά και οι επισκέπτες του σπιτιού για τα κάλαντα παίρνουν χοντρό αλάτι και το ρίχνουν στη φωτιά, ακολουθώντας όσα πρεσβεύει η λαϊκή ρήση «να γίνει νερό κι αλάτι» με σκοπό να λιώσουν όλα τα κακά και τα άσχημα. Την ώρα που το αλάτι πέφτει στη φωτιά όλοι κάνουν ευχές και λένε στον νοικοκύρη: «εδώ πολλά αρνιά, εδώ πολλά κατσίκια, πολλά άλογα και βόδια, μοσχαράκια, εδώ νύφες και γαμπροί και εγγόνια και παιδιά». Η ευχή τα συμπεριλαμβάνει όλα, λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Μελίκης και τονίζει ότι σε αυτήν συνυπάρχουν τα υλικά αγαθά αλλά και οι χαρές των ανθρώπων, οι γάμοι, ο ερχομός ενός παιδιού και πολλά ακόμη. Γίνονται δε στο τζάκι, τη σόμπα, την εστία που έχει τη θέση του βωμού ο οποίος συνδέεται με την αρχαιοελληνική θεότητα της Εστίας και φιλοξενεί όλα τα μεγάλα γεγονότα της ζωής.
Στο τζάκι και την πυροστιά, άλλωστε, ψήνεται το Χριστόψωμο ενώ εκεί ανάβει και το Χριστόξυλο που θα καίει διαρκώς για δώδεκα μέρες. Από την καπνοδόχο βγαίνουν και τα καλά, δηλαδή οι ευχές που θα γίνουν αργότερα αρνιά, νύφες και γαμπροί και εγγόνια και τα κακά δηλαδή οι καλικάντζαροι που είναι ανεπιθύμητοι στα σπίτια.
Ένα έθιμο με ρίζες στα Παναθήναια
Με τη φωτιά συνδέεται επίσης το έθιμο με τα κλαδιά των δέντρων, κυρίως κέδρων, που κρατάνε τα παιδιά και λένε τα κάλαντα. Πάνω στα κλαδιά των δέντρων υπάρχει βαμβάκι ή άσπρο μαλλί που συμβολίζει την ευτυχία, την αγνότητα, το φως, την ευχή να μην υπάρχουν σύννεφα, να μην υπάρχει σκοτάδι. «Το έθιμο είναι πολύ αρχαίο και οι ρίζες του βρίσκονται στα Παναθήναια. Τότε είχε την ονομασία Ειρεσιώνη από τη λέξη είρος ή έριον που σημαίνει μαλλί προβάτου. Ήταν ένα κλαδί στολισμένο με λευκό μαλλί και συνόδευε μια παράκληση, αντίστοιχη με τα κάλαντα, για καλοτυχία» σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Μελίκης. Στην αρχαιότητα τα κλαδιά αυτά τοποθετούνταν μπροστά στο ναό του θεού Απόλλωνα ή της θεάς Αθηνάς ενώ στις μέρες μας παραμένουν στα σπίτια και είτε καίγονται στη φωτιά είτε διατηρούνται για ένα χρόνο ώστε να καούν την επόμενη.
Από την άλλη πλευρά οι φωτιές στις πλατείες, όπου καίγονται οι κλαδαριές είναι ένα πολυσήμαντο έθιμο που αρχικά εξασφαλίζει το στοιχείο της κοινωνικής συνοχής καθώς γύρω από τη φωτιά μαζεύεται όλη η κοινότητα, γίνεται ένα πάνδημο και όλοι γλεντούν και χαίρονται τον ερχομό του Χριστού και του νέου έτους. Ταυτόχρονα με τη σημειολογική διάσταση και ερμηνεία η φωτιά συμβολίζει τη φάτνη που ζεσταίνει το θείο βρέφος και τα ζώα γύρω από αυτήν. Καίγονται επίσης τα κακά πνεύματα και μαζί τους κάθε τι αρνητικό που προέκυψε στην κλειστή μικρή κοινότητα του κάθε τόπου.
Τα ίδια στοιχεία εμφανίζονται και σε πολλές άλλες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας διαφοροποιώντας την από τη νησιωτική χώρα όπου κύρια χαρακτηριστικά είναι τα καραβάκια που στολίζονται περίτεχνα για να συνοδεύσουν τα κάλαντα στις γειτονιές.
«Γινόμαστε αρκούδα για να ξορκίσουμε την αρκούδα»
Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο του Δωδεκαήμερου είναι οι μεταμφιέσεις που λειτουργούν μέσα από την παγανιστική δράση των θιάσων. «Πρόκειται για μια ομοιοπαθητική προσέγγιση, δηλαδή γινόμαστε αρκούδα για να ξορκίσουμε την αρκούδα, να φιλιώσουμε με το ζώο που απειλεί το χωριό και να το κάνουμε δικό μας, ώστε να μην είναι πια εχθρικό» λέει ο λαογράφος. Περιγράφοντας, άλλωστε, την ποικιλία των μεταμφιέσεων επισημαίνει ότι μόνο η Δράμα έχει τόσες διαφορετικές μεταμφιέσεις όσες και η υπόλοιπη Ελλάδα. «Βόλακας, Μοναστηράκι, Ξηροπόταμος, Καλή Βρύση, Πετρούσα, Καλλιθέα, Παγονέρη, Νικήσιανη είναι οι περιοχές στις οποίες επικράτησαν περισσότερο τα έθιμα των μεταμφιέσεων και έχουν σχέση με το βαλκανικό χώρο» προσθέτει. Εξηγεί, μάλιστα, ότι στο γεωγραφικό σύνολο των Βαλκανίων, πολλά στοιχεία του πολιτισμού, της μουσικής και των συνηθειών είναι κοινά καθώς παρόμοιες ήταν οι ασχολίες των κατοίκων στο πέρασμα του χρόνου αλλά και οι ανησυχίες και οι προσδοκίες τους.
«Όταν η μέρα μίκραινε πολύ το χειμώνα και νύχτωνε στις 5 το απόγευμα ο λαϊκός άνθρωπος σαφώς δεν μπορούσε να αντιληφθεί τις διαφορές του κλίματος στο βόρειο και το νότιο ημισφαίριο. Το σκοτάδι θεωρείτο απειλητικό και οι κάτοικοι προσπαθούσαν να το ξορκίσουν με μάσκες, με καθρέφτες. Οι μάσκες αυτές δεν είναι καρναβαλίστικες. Φέρουν την ονομασία “ο πρόσωπος” και μέσω αυτών το άτομο που τις φορά υποδύεται έναν ρόλο μέσα σε έναν συγκεκριμένο θίασο. Στο Σοχό και το Καλπάκι ο θίασος είναι συγκεκριμένος, το ίδιο στη Νάουσα και στο έθιμο με τους Γενίτσαρους και τις Μπούλες. Το ίδιο στη Νικήσανη με τους Αράπηδες» σχολιάζει.
Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό ότι μπορεί δύο χωριά στη Δράμα να απέχουν μεταξύ τους μόλις πέντε χιλιόμετρα, ωστόσο οι μάσκες που έχουν επικρατήσει στο πλαίσιο της αναβίωσης του εθίμου να είναι διαφορετικές. Έτσι κάθε χωριό έχει τη δική του ταυτότητα, τη δική του μάσκα που προκύπτει από την ανάγκη κάθε τοπικής κοινωνίας. Αν σε μια περιοχή οι περισσότεροι κάτοικοι είναι κτηνοτρόφοι τότε στη μεταμφίεση συνυπάρχουν στοιχεία όπως η προβιά του ζώου και τα κέρατα. Σε αυτή την περίπτωση οι κάτοικοι θα βάλουν στη μάσκα δόντια από φασόλια, φρύδια από φιστίκια, μάτια από κάστανα, δέρματα από προβιές.
Λίγο πριν την έναρξη του Δωδεκαήμερου, οι τοπικές κοινωνίες προετοιμάζονται και πάλι για την αναβίωση των εθίμων, σε μια προσπάθεια μεταφοράς των συνηθειών χιλιάδων χρόνων στις νέες γενιές. Οι φωτιές είναι και πάλι έτοιμες να ανάψουν, οι μάσκες βγαίνουν από τα μπαούλα των σπιτιών και οι φορεσιές ετοιμάζονται για τη πιο γόνιμη για τη λαογραφία περίοδο του χρόνου.