Για τη δισκογραφία και την πολιτική μίλησε σε συνέντευξη της η Ελευθερία Αρβανιτάκη εκφράζοντας την άποψη ότι ως γενιά αποτύχαμε καθώς δεν καταφέραμε να φτιάξουμε μια υγιή κοινωνία.

Μιλώντας στην «Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία», η αγαπημένη καλλιτέχνης δηλώνει ότι η μουσική δεν έχει πεθάνει αλλά ότι έχει πεθάνει ο τρόπος με τον οποίο διακινείται μια καινούργια δουλειά.

– Γιατί έχουμε πρόβλημα επικοινωνίας;

«Δεν ξέρω. Αλλά, παρ’ όλο που ζούμε ήδη μεγάλες δυσκολίες -και ίσως να έρχονται και μεγαλύτερες- έχουμε λίγο χαθεί μεταξύ μας. Για μένα το σημαντικό -και το λέω καιρό- είναι να ‘ρθούμε κοντά, ειδικά τώρα που η εποχή βάζει πολύ κόσμο απέναντι, σπρώχνοντάς τον σε μάταιες αντιπαραθέσεις. Εγώ, αντίθετα, πιστεύω πως για ό,τι μας συμβαίνει, η αλληλεγγύη είναι λέξη-κλειδί: να ‘μαστε παρέα κι έτσι, παρέα, να προσπαθήσουμε να περάσουμε τα πολύ δύσκολα».

– Το κοινό τι σας λέει;

«Ο κόσμος έρχεται για να μοιραστεί μαζί μας τη μέθεξη που δημιουργεί η τέχνη της μουσικής. Δεν θέλει να αναπαράγει απαισιόδοξες συζητήσεις. Κατά τα άλλα, νομίζω ότι η συνεννόηση και η επικοινωνία μεταξύ των καλλιτεχνών και του κοινού τους υπάρχει και χωρίς μεγάλες δηλώσεις. Και συντηρείται από τη στάση που κάθε καλλιτέχνης επιλέγει να κρατήσει, άλλοτε σιωπώντας κι όταν πρέπει, με το λόγο του».

– Αλλά όχι πια με τη δισκογραφία του, προφανώς…

«Δεν έχει πάντως πεθάνει η μουσική. Ο,τι έχει πεθάνει είναι οι πωλήσεις και ο τρόπος με τον οποίο διακινείται μια καινούργια δουλειά. Αλλά θα συνεχίσει να γράφεται καλή μουσική, να κυκλοφορούν καλές δουλειές, να γίνονται αξιοπρόσεκτες προσπάθειες και να δημιουργείται σιγά σιγά μια πολύ αξιόλογη νέα γενιά. Βέβαια, επειδή άλλαξαν οι τρόποι και τίποτα δεν είναι δυστυχώς υπέρ των δημιουργών ούτε των τραγουδιστών, το πρόβλημα είναι ότι οι καλλιτέχνες έχουν πια πολύ λιγότερα έσοδα από τις ηχογραφήσεις τους ή και καθόλου».

– Δεν έχει πάντως και μια απελευθερωτική πτυχή η διάθεση μέσω Διαδικτύου; Π.χ. ένας καταξιωμένος τραγουδιστής δεν χρειάζεται να βρει οπωσδήποτε 10 τραγούδια για την καινούργια δουλειά του. Αρκούν και δύο καλά τραγούδια.

«Ισχύει κι αυτό, αλλά τώρα πια τα καινούργια τραγούδια, αντί να τα αναλάβει μια εταιρεία παραγωγής, όπως ήταν οι παραδοσιακές δισκογραφικές, πρέπει να τα πληρώσεις εσύ, από την τσέπη σου. Αρα ένας καλλιτέχνης, εφόσον θέλει να συντηρήσει την τέχνη του, καλείται να κάνει και άλλη δουλειά. Αναρωτιέμαι συχνά πώς φτάσαμε ώς εδώ. Και όχι μόνο στο δικό μας πεδίο».

– Πώς φτάσαμε γενικώς ώς εδώ;

«Το πώς είναι σχεδόν αυτονόητο. Κι επίσης η κρίση που ζούμε δεν αφορά μόνον εμάς. Είναι μια πολύ μεγαλύτερη, συστημική κρίση. Ειδικά για την Ελλάδα, όμως, έχει κανείς την αίσθηση ότι όλα αυτά τα χρόνια μάς κυβερνούσαν λαοπλάνοι και όχι σοβαροί πολιτικοί. Αισθάνεσαι π.χ. ότι ουσιαστικά δεν υπάρχει νομοθεσία, είτε γιατί δεν τηρούνται οι νόμοι είτε γιατί ερμηνεύονται κατά το δοκούν. Επίσης, ψάχνοντας τους επιχειρηματίες και βάζοντας μερικούς στη φυλακή, ίσως κάτι να επιτυγχάνεται. Δεν ξέρω… Μήπως όμως το ίδιο θα έπρεπε να συμβαίνει και με τους δημόσιους λειτουργούς; Δεν θα ‘πρεπε να εξετάσουμε εάν, ασκώντας τα καθήκοντά τους, τηρούσαν τους νόμους;».

– Για το μέλλον της κόρης σας ανησυχείτε; Τι της λέτε;

«Οτι ως γενιά δεν τα καταφέραμε. Οτι κάναμε λάθη. Οτι τα κάναμε χάλια. Οτι δημιουργήσαμε τέρατα. Οτι αποτύχαμε να φτιάξουμε μια υγιή κοινωνία».

– Ποιο θα είναι λοιπόν το κίνητρο αυτής της νέας γενιάς; Το ξεκαθάρισμα του τοπίου;

«Εγώ δεν σκέφτομαι τόσο μελλοντικά. Ως Ελληνίδα πολίτις που εκλέγει τόσα χρόνια όσους θα την εκπροσωπήσουν και τους δίνει κι έναν πολύ σοβαρό μισθό για να κάνουν το καθήκον τους θα απαιτούσα όλοι αυτοί να τα ‘χαν καταφέρει. Δεν τα κατάφεραν όμως. Κι ενώ αυτό το ξέρουμε όλοι, υπάρχει ένα έλλειμμα, γιατί δεν έχει γίνει κάποιος σοβαρός έλεγχος, ώστε να δούμε τι συνέβη και γιατί διαψεύστηκε η εμπιστοσύνη που δείξαμε κάποτε ως ψηφοφόροι. Αυτά σκέφτομαι αυτή την περίοδο. Και ότι βεβαίως πρέπει να γίνουν εκλογές και ότι πριν, πρέπει να σκεφτούμε όλοι πολύ καλά τι και ποιον ψηφίζουμε και γιατί».

– Μέσα σ’ αυτό το τοπίο, ορισμένοι αντιμετωπίζουν τις τέχνες ως είδος πολυτελείας.

«Δεν ξέρω τι θα ζήσουμε. Για την ώρα όμως παρατηρώ ότι και από ιδιωτικούς πολιτιστικούς φορείς γίνεται μια τεράστια προσπάθεια να επενδύσουν σε παραστάσεις υψηλού επιπέδου. Βράζει η Αθήνα από καλλιτεχνικές προτάσεις υψηλής αισθητικής που γίνονται εδώ ή έρχονται απ’ έξω. Τόσο, ώστε να αισθάνεσαι ότι δεν προλαβαίνεις να τα δεις όλα. Είναι εκπληκτικό ότι σε μια χώρα που περνάει τέτοια τεράστια οικονομική κρίση ή και αξιών, ο πήχυς δεν έχει κατεβεί πολιτιστικά. Μάλλον το αντίθετο ισχύει…».