Ήταν Νοέμβριος του 2003, όταν ο Σιμόν Πέρες επισκεπτόταν την Θεσσαλονίκη, «έναν σημαντικό τόπο, όχι μόνο για την ιστορία της Ελλάδος και τα Βαλκάνια, αλλά και για την ιστορία των εβραίων», όπως έλεγε.
Ό,τι κι αν έγινε στο παρελθόν ή θα γίνει στο μέλλον, η Θεσσαλονίκη θα αποτελεί μία συνταρακτική ανάμνηση για την ιστορία των εβραίων, θα τονίσει στις μετέπειτα δηλώσεις του, στο πλαίσιο εκείνης της επίσκεψης, αποδίδοντας τιμή στην πόλη που έχασε το 96% του εβραϊκού της πληθυσμού στο Ολοκαύτωμα.
Και η πόλη και η Ισραηλιτική της Κοινότητα τον «αγκάλιασε» και τον τίμησε, απονέμοντας του τον τίτλο του επίτιμου μέλους της «ως ελάχιστο δείγμα τιμής», όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Ελλάδας (ΚΙΣΕ) και πρόεδρος της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης, Δαβίδ Σαλτιέλ.
«Είδα έναν άνθρωπο απλό και ζεστό, ανθρώπινο. Έναν άνθρωπο που μίλησε για την ειρήνη, το Ισραήλ και τη συνύπαρξη με τους Παλαιστίνιους. Ήταν μία φυσιογνωμία, η οποία αμέσως σε κέρδιζε. Ήμασταν μαζί κάποιες ώρες και η εντύπωση που άφησε ήταν ενός ανθρώπου που ήταν μια φυσιογνωμία, μαζί με τον Μπεν Γκουριόν, η οποία άφησε τη σφραγίδα του στην ιστορία του Ισραήλ», θυμάται ο κ. Σαλτιέλ.
Ο Σιμόν Πέρες, βραβευμένος με Νόμπελ Ειρήνης και πρώην πρόεδρος του Ισραήλ, πέθανε τη νύχτα σε ηλικία 93 ετών έπειτα από εγκεφαλικό επεισόδιο, βυθίζοντας στο πένθος την οικογένειά του, αλλά και όλους όσοι -εντός κι εκτός Ισραήλ- πίστεψαν πως Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι μπορούν να συνυπάρξουν αρμονικά πλάι-πλάι.
«Θρηνούμε την απώλεια του Σιμόν Πέρες και εκφράζουμε τα συλλυπητήρια στον λαό του Ισραήλ και την οικογένειά του», λέει ο πρόεδρος του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου και της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης, περιγράφοντας τον Σιμόν Πέρες ως «άνθρωπο ήπιων τόνων, πρωτεργάτη της ειρήνης με τους Παλαιστίνιους κι ένα πρόσωπο που έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην ειρηνευτική διαδικασία στη Μέση Ανατολή».
«Ήταν ένας άνθρωπος μετριοπαθής, που προσπάθησε να γεφυρώσει όλα εκείνα τα χάσματα μεταξύ των Παλαιστινίων και του Ισραήλ. Η απώλειά του είναι μεγάλη, διότι πάντα -και στο Ισραήλ και στο εξωτερικό- ήταν ο ‘πατέρας’ που προσπαθούσε με τη θέση του και τη μετριοπάθειά του να γεφυρώνει αντιδράσεις και αντιθέσεις», σημειώνει.
Ο πατέρας του Σιμόν Πέρες και η Ελλάδα
Από τη συνάντησή τους εκείνη, τον μακρινό Νοέμβρη του 2003, ο Δαβίδ Σαλτιέλ θυμάται ακόμη τη στιγμή που τα μέλη της Ισραηλιτικής Κοινότητας αναφέρθηκαν στην ιστορία του πατέρα του, του Γιτζάκ Πέρσκυ, ο οποίος το 1942, ενταγμένος στον βρετανικό στρατό, έπεσε με αλεξίπτωτο στην κατεχόμενη Ελλάδα, στην ορεινή περιοχή της Αττικοβοιωτίας, για να συμμετάσχει στην Αντίσταση.
«Βρέθηκε προ απροόπτου. Δεν νομίζω ότι δεν το ήξερε, αλλά μας είπε “πού τη βρήκατε αυτή την ιστορία”; Όταν ήρθε στην Αθήνα, το 2012, στον πρωθυπουργό είπε την ιστορία του πατέρα του, που είχαμε ανακαλύψει και δεν ήταν και τόσο γνωστή», λέει ο κ. Σαλτιέλ.
Στην ιστορία του Γιτζάκ Πέρσκυ αναφέρεται ο Ηπειρωτικός Αγών (με ημερομηνία 4/8/2012), που φιλοξενείται στην ιστοσελίδα του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου.
Μεταξύ άλλων αναφέρεται: «Η αποστολή του σαμποτέρ Πέρσκυ, τερματίζεται άδοξα, καθώς μετά την πτώση του με αλεξίπτωτο και την προσγείωση στο ελληνικό έδαφος, συλλαμβάνεται αιχμάλωτος πολέμου και φυλακίζεται από τον γερμανικό στρατό. Καταφέρνει να αποδράσει από τη γερμανική φρουρά και για αρκετούς μήνες κρύβεται σε δασώδεις περιοχές της Αττικής τρώγοντας χόρτα και σαύρες.
Μετά από αυτή την οδυνηρή περιπλάνηση, στην αττική ύπαιθρο, κάπου στις πλαγιές της Πάρνηθας, βρίσκει καταφύγιο στην ανδρική μονή της Χασιάς. Οι μοναχοί της μονής περιθάλπουν τον ηρωικό σαμποτέρ και τον κρύβουν στο μοναστήρι για ένα περίπου χρόνο με κίνδυνο της ζωής τους. Στη συνέχεια τον φέρνουν σε επαφή με τις αντιστασιακές οργανώσεις της περιοχής, οι οποίες τον εντάσσουν στο δίκτυο διαφυγής για την Μέση Ανατολή.
Στη συνέχεια, ο Πέρσκυ μετακινείται από το μοναστήρι της Πάρνηθας, σε πορεία προς τον Όλυμπο μαζί με άλλους 18 Βρετανούς, Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς στρατιωτικούς, με προοπτική να διαπλεύσουν το Αιγαίο με ένα καΐκι και διαμέσου Σάμου να διεκπεραιωθούν στην Τουρκία.
Επικεφαλής της ομάδας των φυγάδων, τίθεται ο Βρετανός επιλοχίας Σαρλς Κάουαρντ(Charles Coward), όμως οι φυγάδες είναι άτυχοι, καθώς έξω από τη Σάμο συλλαμβάνονται από γερμανική ναυτική περίπολο.
Σ΄ αυτή τη δύσκολη κατάσταση ο Βρετανός επιλοχίας, παραδίδει στον Πέρσκυ τη στρατιωτική ταυτότητα ενός νεοζηλανδού στρατιώτη, οποίος είχε πεθάνει στο καΐκι εξ αιτίας των κακουχιών, ξορκίζοντας ταυτόχρονα τους άλλους φυγάδες του καϊκιού, να μην αποκαλύψουν στους Γερμανούς την ταυτότητα του Εβραίου σαμποτέρ, που βρισκόταν μαζί τους.
Τα επόμενα χρόνια του πολέμου βρίσκουν τον Γιτζάκ Πέρσκυ να είναι αιχμάλωτος πολέμου στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ε715 για Βρετανούς στρατιωτικούς, στο Άουσβιτς στην Πολωνία, μέχρι το 1945.