H σιωπηρή άρνηση άνδρα να συναινέσει και να υποβληθεί σε τεστ πατρότητας με την μέθοδο της εξέτασης DNA ισοδυναμεί με αναγνώριση πατρότητας του παιδιού, όπως έκρινε ο Αρειος Πάγος.

Οι δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάνθηκαν ότι είναι συνταγματική η ρύθμιση που ορίζει την άρνηση του πατέρα ως «τεκμήριο πατρότητας» και υπό αυτό το πρίσμα δικαίωσε τη μητέρα του παιδιού που έφτασε μέχρι τα δικαστήρια για να αναγνωρίσει ο πρώην σύντροφός της το παιδί που απέκτησαν τα χρόνια που είχαν ερωτική σχέση.

Το ζευγάρι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας είχε δεσμό από το 1977 εως το 1992, οπότε και έπαψαν να είνια μαζί μετά από πρωτοβουλία της γυναίκας καθώς ο σύντροφός της αρνήθηκε να αναγνωρίσει το αγοράκι που γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1992.

Η γυναίκα προσέφυγε στα δικαστήρια και διατάχθηκε η διενέργεια DNA . Μόνο που ο φερόμενος ως πατέρας παρά τις κλήσεις που έλαβε να προσέλθει να δώσει δείγμα αίματος για το τέστ πατρότητας δεν ανταποκρίθηκε , χωρίς να προβάλει ειδικούς λόγους που καθιστούσαν ανέφικτη την παρουσία του.

Στο πλαίσιο της δικαστικής διεκδίκησης επιστήθια φίλη της μητέρας κατέθεσε ότι πατέρας του παιδιού ήταν ο συγκεκριμένος άνδρας που ουδέποτε εμφανίστηκε στον πραγματογνώμονα που ορίστηκε για το τεστ πατρότητας.

Οι δικαστές του Αρείου Πάγου δέχονται στην απόφασή τους ότι η μη προσέλευση του πατέρα «παρά την εμπρόθεσμη κλήτευσή τους , ισοδυναμεί με αδικαιολόγητη άρνηση με συνέπεια να λογίζεται ότι έχουν αποδειχθεί οι ισχυρισμοί της μητέρας, όχι για την πατρότητα, αλλά για την ύπαρξη στο αίμα του στοιχείων τα οποία καθιστούν κατά την επιστήμη πιθανή ή σφόδρα πιθανή την πατρότητά του».